Αναπάντεχα σε είχα γνωρίσει, αναπάντεχα σε είχα ερωτευτεί, αναπάντεχα και σε έχασα. Τόσο απλά. Πριν προλάβω να ξεστομίσω πως σε ερωτεύτηκα, ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό. Πριν τολμήσω να πω πως σε έχω ή τουλάχιστον να σκεφτώ πως θα μπορούσα να σε έχω. Πριν προλάβω καν να σε ζήσω. Πριν προλάβω να πάρω χαρτί και μελάνι να γράψω τη δική μας ιστορία. Μια ιστορία που έμελλε να γραφτεί με μελάνι αλλουνού. Το γιατί δεν το πολυκατάλαβα κι ακόμη το ψάχνω. Υποθέτω σ’ αυτό λυτρωτική απάντηση δεν πρόκειται να πάρω ποτέ. Αρκεστήκαμε μονάχα στο ότι δεν ήταν γραφτό. Ποιος το έγραψε όμως ή καλύτερα ποιος δεν το έγραψε; Ποιος είναι αυτός που με το δικό του μελάνι γράφει ημιτελείς ιστορίες; Ποιος είναι αυτός που αποφασίζει έτσι αυθαίρετα για τις ψυχές μας;

Δυο ψυχές που έστω και για λίγο πρόλαβαν να μοιραστούν. Βλέμματα, χαμόγελα, λόγια, σιωπές, αισθήματα, αγγίγματα και ό,τι πιο δικό τους, το σώμα τους. Ούτε το μυαλό ούτε το σώμα μου είναι πρόθυμα να ξεχάσουν αυτή την ένωση. Αρνούνται λες κι έχουν συνωμοτήσει εναντίον μου. Ακόμη θυμάμαι τον τρόπο που με κοιτούσες. Μ’ ένα βλέμμα διαπεραστικό, ένα βλέμμα που ένιωθα να διαπερνά το μυαλό μου, το σώμα μου, τις άμυνές μου και να διαβάζει τις σκέψεις μου, να καταλαβαίνει τα αισθήματά μου, να ακούει τον χτύπο της καρδιάς μου. Που όσο κι αν αυτό με φόβιζε, παράλληλα μου φαινόταν γνώριμο και σωστό. Με έκανε να αισθάνομαι μια περίεργη ασφάλεια, λες και το βλέμμα αυτό παράλληλα δημιουργούσε ένα διάφανο πέπλο γύρω μου και με προστάτευε. Να ξέρεις, δεν το έχω νιώσει στη ζωή μου αυτό. Πόσο με φοβίζει μια τέτοια παραδοχή.

Δεν ξέρω αν ήταν νωρίς για να μιλήσω γι’ αγάπη. Κι ούτε με νοιάζει. Ποτέ άλλωστε δεν πίστευα στα φτιαχτά χρονοδιαγράμματα της κοινωνίας. Επίτρεψέ μου να το κάνω, γιατί εγώ έτσι το βίωσα, έτσι το αισθάνθηκα. Σαν μια πρόωρη αγάπη, που ήρθε στη ζωή μου κι εγώ όφειλα να την προστατέψω όσο καλύτερα μπορούσα μα απέτυχα. Απέτυχα γιατί μας την πήραν, μας την στέρησαν. Δεν μπόρεσαν όμως να την εξαφανίσουν. Δύο ψυχές που αγαπιούνται δε χάνονται, όσο μακριά κι αν βρίσκονται. Μπορεί τα σώματα να λησμονούν αλλά οι ψυχές όχι. Το μόνο τους παράπτωμα ήταν η λάθος ώρα στην οποία είχανε βρεθεί. Κι αυτό το πληρώνουμε τώρα εμείς.

Υπάρχουν στιγμές που νιώθω σαν μια χαμένη ψυχή. Μια χαμένη ψυχή στ’ ανοιχτά του πελάγους. Μια ψυχή που πάλεψε με τα κύματα της θάλασσας κι έχασε. Αναμενόμενο θα μου πεις, καθώς ήταν μια άνιση μάχη. Σκέφτομαι όμως. Ποιος θα ταρακουνήσει τώρα τα νερά μάτια μου; Ποιος θα βρεθεί να ολοκληρώσει αυτό που εμείς αφήσαμε στη μέση; Θυμάσαι τις σκέψεις και τα σχέδια που κάναμε; Θυμάσαι τα ταξίδια που θέλαμε να πραγματοποιήσουμε; Μαζί θα γυρίσουμε τον κόσμο λέγαμε. Πόσο εφικτό έμοιαζε τις στιγμές εκείνες. Πόσο υπέροχα ακουγόταν στα αυτιά μου. Πόσο διάπλατα άνοιγαν τα μάτια και το χαμόγελό μου στη σκέψη και μόνο πως θα εξερευνούσα μαζί σου τα μαγευτικά τοπία του πλανήτη μας. Κι ακόμη το παθαίνω. Αναπολώντας τις δικές μας εκείνες στιγμές, θα με δεις σαν χαζό παιδί να κάθεται σε μια γωνιά και να χαμογελάει, ως αντίδραση των αναμνήσεων που εισβάλλουν στο μυαλό μου.

Δε με βλέπεις όμως. Κι αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν είσαι εδώ πλέον να με κρατάς αγκαλιά, να μου χαϊδεύεις το πρόσωπο, τα μαλλιά, να με φιλάς γλυκά και απαλά όπως μόνο εσύ ήξερες. Και είναι αστείο. Το πώς ακόμα και τα απλά πράγματα, εσύ πάντα ήξερες να τα κάνεις καλύτερα από τον οποιονδήποτε. Μου λείπουν, μου λείπεις. Αναρωτιέμαι, νιώθεις κι εσύ το ίδιο; Πώς είναι τώρα εκεί που είσαι; Τι γίνεσαι, τι γίνεται, ποια είναι τα νέα σου; Θέλω να μάθω μα φοβάμαι να ρωτήσω.

Αρκούμαι μόνο στο μισό βλέμμα που θα ανταλλάξουμε αν βρεθούμε κάπου τυχαία. Αυτή τη μισή κουβέντα που θα κόψουμε τυπικά πλέον. Αυτό το «πώς πάει η δουλειά» που θα με ρωτήσεις για να σπάσει η αμηχανία που πνίγει την ατμόσφαιρα. Όλα αυτά που κάνουμε για να πείσουμε τους εαυτούς μας πως όλα είναι εντάξει, δεν τρέχει τίποτα και τίποτα δεν έγινε. Πλέον καθένας μας έχει τη ζωή του, τα δικά του, τα προσωπικά του, ξεχνάμε όμως πως μας δένει μια πληγή. Μια πληγή που σημάδεψε και τους δύο μας. Μπορεί να επουλώθηκε ή ακόμη να επουλώνεται, αλλά είναι ένα αναμνηστικό που θα κουβαλούμε πάντα μαζί μας και που απλώς θα ξεθωριάζει με την πάροδο του χρόνου μέχρι πλέον να το κοιτάμε και να μη θυμόμαστε με την πρώτη την ιστορία του. Μέχρις ότου θα χρειάζεται κάποιος χρόνος για να ανατρέξουμε στα αζήτητα της καρδιάς και του μυαλού μας για να το ανακτήσουμε.

Όπως και να έχει όμως ξέρω πολύ καλά πως έχω ακόμη δρόμο να διανύσω. Μόνο να μην υπήρχαν εκείνα τα «γιατί; τι κι αν; τι θα γινόταν αν;» που με παιδεύουν αδιακρίτως και με κάνουν να χάνω τον ύπνο μου. Αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα που όμως τρέφουν γερά το μυαλό μου. Και στήνουν την ποιο γερή και ύπουλη παγίδα. Αυτή της ελπίδας. Το ξέρω πως δεν υπάρχει έρωτας που να μην πονάει και να μην πληγώνει. Τέτοιο πακέτο δεν κυκλοφορεί. Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες όμως είναι από τα χειρότερα είδη. Κάθε εξωτερικό ερέθισμα που λαμβάνω είναι αρκετό για να κάνει την ψυχή μου να πονάει, το μυαλό μου να παλεύει να το διαχειριστεί και την καρδιά μου να σφίγγεται για να μη ραγίσει.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.