Συνήθως λέμε πως δεν υπάρχει προκαθορισμένος χρόνος και συνθήκες για το πότε θα πέσει το πρώτο φιλί. Αρκεί να νιώθουμε μια άλφα χημεία κι έλξη που θα δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος και θα δώσει το πράσινο φως ώστε να γίνει η κίνηση. Είτε γίνει είτε όχι, αυτό που οι περισσότεροι αναμένουν είναι την ύπαρξη ή την απουσία της. Έρχεται όμως αυτό το άτομο, το οποίο δε μοιάζει να πορεύεται με τους άγραφους κανόνες των ραντεβού. Περνάει το πρώτο, περνάει και το δεύτερο, έρχεται το τρίτο και λες «δεν μπορεί τώρα θα κάνει κίνηση, θα με φιλήσει». Άλλωστε η χημεία δεν κρύβεται. Το γιατί μπορεί να μη θες να κάνεις την πρώτη κίνηση είναι άλλο θέμα, μας αρκεί που στην προκειμένη αναμένεις να την κάνει ο άλλος. Όχι μόνο δεν την κάνει ούτε στο τρίτο ούτε καν στο τέταρτο ραντεβού, αλλά όταν θα ‘ρθει η στιγμή που θα θελήσει να προβεί σ’ αυτήν την πράξη, θα γίνει κάπως αλλιώτικα. «Θέλω να σε φιλήσω, μπορώ;» είναι τα λόγια που θα βγουν από το στόμα του, αντί για την άμεση πράξη του φιλιού που ανέμενες.

Αντίθετα με το τι μπορεί να σκεφτεί κανείς αυθόρμητα, η φράση αυτή δεν υποδηλώνει δειλία, δισταγμό, έλλειψη πρωτοβουλίας ή φαντασίας. Ούτε σημαίνει πως δεν ξέρει τι γίνεται, δεν καταλαβαίνει τα μη λεκτικά μηνύματα του σώματος και του προσώπου. Το άτομο αυτό ξέρει πολύ καλά πώς αισθάνεσαι κι εσύ, αναγνωρίζει τα βλέμματα, το χαμόγελο, αυτή τη γλυκιά αμηχανία στο σώμα σου που λέει «θέλω». Ξέρει ήδη την απάντηση. Ξέρει ότι μπορεί να το περιμένεις. Κι αντί να ποντάρει στην ιδέα της έκπληξης και του απρόσμενου ως προς το πότε θα κάνει την κίνηση να σε φιλήσει και πώς, ποντάρει στην έκπληξη που θα προκαλέσει η ερώτησή του. Όχι όμως γιατί θέλει να σε εντυπωσιάσει, όχι γιατί θέλει να δειχθεί, όχι για να σε φέρει σε δύσκολη θέση. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του.

Το άτομο που κάνει την ερώτηση έχει ένα κύριο κίνητρο πίσω από αυτή. Σου δείχνει τον αμέριστο σεβασμό κι εκτίμηση που αισθάνεται προς το πρόσωπό σου. Λες και σε βλέπει σαν κάτι εύθραυστο, όχι με την έννοια του ευάλωτου κι αδύναμου, αλλά με την έννοια του σχεδόν επίφοβου να κινηθεί αν δεν έχει πάρει πρώτα την άδεια. Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως έχει ερμηνεύσει λάθος τα μη λεκτικά μηνύματα και συνεπώς η απάντησή σου είναι αρνητική, προτιμά να την ακούσει και να δράσει ανάλογα (ή στην προκειμένη να μη δράσει), παρά να αισθανθεί ότι με την κίνησή του παραβίασε τον προσωπικό σου χώρο. Δεν είναι φόβος απόρριψης. Αν πρέπει ντε και καλά να χρησιμοποιηθεί η λέξη φόβος, αυτός θα ήταν μην προσβάλει εσένα.

Αν το δούμε λίγο από την μυστηριακή και παιχνιδιάρική πλευρά κάνει την ερώτηση διότι θέλει να σε ακούσει να το λες. Είναι η δύναμη της δήλωσης από μέρους του, της παραδοχής και της επιθυμίας να σε φιλήσει και θέλει να σε κάνει κι εσένα να παραδεχτείς πόσο το θέλεις. Και να είναι μάρτυρας αυτής της παραδοχής. Αν σκεφτούμε λίγο και τα ναρκισσιστικά μας κομμάτια, πόσες φορές δεν είπαμε ότι μας ανάβει κάπως να μας λέει ο άλλος απέναντί μας πόσο μας θέλει, τι θέλει, τι επιθυμεί να κάνουμε σ’ ένα πιο ερωτικό πλαίσιο; Το ίδιο ισχύει κι εδώ κι ας είναι στην προκειμένη ένα φιλί, ας είναι απλώς το πρώτο φιλί, δεν έχει σημασία. Μάλλον επειδή ακριβώς είναι η πρώτη φορά που οι δυο σας θα έρθετε σε άμεση επαφή, αυτό να μπορεί να αποκτήσει ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον. Με την ερώτηση δημιουργείται ένα «χαλί», στο οποίο θα πατήσει η συνέχεια της πράξης. Δημιουργείται μια προσμονή, μια ανυπομονησία αφού το αόριστο «πότε θα κάνει την κίνηση» αποκτά πλέον συγκεκριμένο χρόνο, πρόκειται να γίνει τώρα, στα επόμενα δευτερόλεπτα, λεπτά.

Θέλει έτσι να σου δημιουργήσει έξαψη, περιέργεια, μια αμηχανία αφού θα πιάσεις τον εαυτό σου να ψάχνει και μια κατάλληλη απάντηση, να διερωτάσαι ποια είναι η σωστή αντίδραση από μέρους σου, αν πρέπει να απαντήσεις κι εσύ λεκτικά ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο (κι αν το κάνεις, ψάχνεις να βρεις κάτι εντυπωσιακό) ή αν πρέπει να κάνεις κάποια πράξη. Μέσα σ’ εκείνο τον χρόνο που μοιάζει ατελείωτος, τρέχεις σενάρια στο μυαλό σου για το πώς μπορεί η δική σου απάντηση να είναι το ίδιο εντυπωσιακή όσο και η ερώτηση που δεν περίμενες. Γουστάρεις τον άλλο και θέλεις να παίξεις αυτό το παιχνίδι μαζί του, σε εξιτάρει αυτή η διαδικασία κι ας ακούγεται σε κάποιους είτε παίδεμα, είτε ξενέρωτο, είτε ότι χάνεται η στιγμή. Γιατί να ισχύει κάτι τέτοιο; Άλλωστε δε χρειάζεται όλα σ’ αυτή τη ζωή να γίνονται με τον ίδιο τρόπο για να έχουν ουσία κι αξία.

Έπειτα, εκείνα τα δευτερόλεπτα που θα μεσολαβήσουν από τη στιγμή που θα ακούσεις το «θέλω να σε φιλήσω», η καρδιά σου θα χτυπά δυνατά κι ακανόνιστα. Στο είπε ο άλλος ξεκάθαρα κι αν το επιθυμείς όσο κι εκείνος, λογική είναι αυτή η αυτόματη αντίδραση του σώματός σου. Έχει ανοίξει τα χαρτιά του, έχει τοποθετήσει τον εαυτό του εκεί και τόλμησε να πει με λόγια αυτό που οι πλείστοι κάνουμε πιο εύκολα με πράξη. Κάτι τέτοιο δείχνει δύναμη και τόλμη, διότι στη ζωή μας, δύσκολα ή άβολα θέματα και καταστάσεις που έχουν να κάνουν και με άλλους ανθρώπους, αποφεύγουμε να τα ξεστομίσουμε ανοιχτά, κι αφήνουμε τις πράξεις να μιλήσουν στη θέση μας. Καθώς θεωρούμε πως είναι και πιο εύκολο να το διαχειριστούμε, κι έτσι μιλάμε με τη γλώσσα του σώματός μας, το βλέμμα, το πρόσωπο χωρίς να χρειαστεί να πούμε κάτι.

Πολλές φορές οι πράξεις και προθέσεις δεν είναι τόσο ξεκάθαρες και μπερδευόμαστε στην ερμηνεία μη λεκτικών μηνυμάτων που στην τελική μπορεί να ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο από τον κάθε παραλήπτη. Το να πει κάποιος «θέλω να σε φιλήσω» δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ή αμφισβήτησης, αλλά δίνει μια άλλη υπόσταση στην πράξη που υποδηλώνει η φράση, σ’ αυτό που πάει να γίνει. Λέγοντάς το ανοιχτά και φωναχτά, γίνεται πραγματικό προτού καν γίνει, αφού δίνει και τον κατάλληλο χρόνο συνειδητοποίησης αυτού που θα γίνει. Οπόταν οτιδήποτε ακολουθήσει της άμεσης παραδοχής είναι και περισσότερο στο πλαίσιο του συνειδητού.

Η αλήθεια είναι πως ο κόσμος στον οποίο ζούμε, οι ταχύτητες με τις οποίες κινούμαστε, οι αναρίθμητες επιλογές και τα ραντεβού τα οποία βγαίνουμε με τόση ευκολία συγκριτικά με παλαιότερα, ίσως να έχουν κάπως υποτιμήσει τη σημασία -ή μαγεία για τους πιο ρομαντικούς- αυτού του πρώτου φιλιού. Πολλές φορές καταλήγουμε να το δίνουμε έτσι άνετα, ενδεχομένως και σε μια προσπάθεια να δούμε μέσω αυτού αν ταιριάζουμε κάπως με τον άλλο και πόσο ταιριάζουμε που καταλήγουμε στο τέλος να το εμπορευματοποιούμε με κάποια πιο φιλοσοφημένη έννοια, με αποτέλεσμα να χάνεται και η αξία του, αφού δεν το πολύ-αντιλαμβανόμαστε, δεν του δίνουμε την προσοχή που του αρμόζει, θεωρώντας το ως κάτι δεδομένο που θα γίνει κάτω από συγκεκριμένες και τετριμμένες καταστάσεις.

Δε λέμε πως πρέπει να καταργηθεί ο όποιος αυθορμητισμός σ’ αυτόν τον τομέα ή πώς πρέπει να προηγείται μια συζήτηση ή να δίνεται η άδεια του άλλου για να δοθεί το πρώτο φιλί. Όμως τα άτομα που το κάνουν αυτό και παίρνουν (αλλά και δίνουν) περισσότερο το χρόνο τους, μπορούν να μας διδάσκουν, συμβολικά ίσως, την ανάγκη ύπαρξης ενός χρονικού περιθωρίου, -τόσο όσο-, μέσα στο οποίο να γίνεται η συνειδητοποίηση αμφότερα των όποιων συναισθημάτων και θέλω προτού ανταλλάξουμε το πρώτο μας φιλί.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.