“Κλείνω κι έρχομαι, έρχομαι, φτάνω με το πρώτο το αεροπλάνο” ψιθυρίζω καθώς περνάω την πύλη του αεροδρομίου και γελάει όχι μόνο το στόμα μου αλλά και τα μάτια μου. Αυτό είναι το κακό με την απόσταση: αναγκάζεσαι να απογειωθείς ή να προσγειωθείς με ένα μέσο προτού προσγειωθείς στην αγκαλιά του συντρόφου σου. Γι’ αυτό και η καθημερινή και συνεχής επαφή, έστω και μέσω internet, σε μια σχέση από απόσταση είναι ότι για όλους η παραλία το καλοκαιρινό μεσημέρι: απαραίτητη. Έρχονται όμως κάποιες στιγμές που αυτό δεν σου αρκεί. Οι φωτογραφίες δεν γεμίζουν το άλμπουμ που θες να πλάσεις στο μυαλό σου  και τα τηλέφωνα δεν καλύπτουν τη χιλιομετρική απόσταση πια.

Πάντα η φυγή μου από καταστάσεις, από γεγονότα, από πρόσωπα ήταν δύσκολη. Απ’ όταν σε γνώρισα όμως, η φυγή αυτή έγινε ασήκωτη. Μη με ρωτάς το γιατί. Πώς γίνεται να αφήσεις κάτι που δίνει νόημα, αξία και ουσία στην ίδια σου την ύπαρξη; Νιώθω να μου λείπεις πολύ εκείνα τα βράδια. Τότε που γίνομαι ένα με τη μοναξιά, το μαξιλάρι δίπλα μου και τις σκέψεις μου για ‘σένα. Αλήθεια, πόσο δύσκολο είναι κάθε φορά να πρέπει να σ’ αφήσω; Πώς να φύγω πάνω που σε συνήθισα πάλι; Δύσκολη η πρόκληση της απόστασης, μα ακόμα πιο σκληρή η μάχη που προκύπτει μεταξύ καρδιάς και λογικής και με κάνει να σκέφτομαι πως αν ό,τι θέλουμε το μπορούμε γιατί να μην είναι εύκολο να υπερπηδήσουμε και αυτό το εμπόδιο μεταξύ μας;

Κάθε που νιώθω το κενό να μεγαλώνει έρχομαι και σε βρίσκω. Όχι για να το καλύψω ή να το μηδενίσω αλλά γιατί η διαχωριστική γραμμή είναι πολύ λεπτή. Έρχομαι για να μη μεγαλώσει άλλο, να μείνει τόσο όσο. Οι βόλτες, οι συνήθειές μας κι άλλα τόσα μου λείπουν όταν η απόσταση μας χωρίζει και όταν είμαι εκεί η ύπαρξή σου λειτουργεί σαν βάλσαμο για όλες τις πληγές που δημιουργούνται. Κάθε λογής ναρκωτικό άμεσο, εύκολο και γρήγορο αρκεί να μου φέρνει στο νου κάτι δικό σου. Ο πιο γλυκός μου εθισμός.

Φεύγω και μου είναι αδύνατο να κοιμηθώ μακριά σου. Αν τυχόν τη νύχτα ξυπνήσω δε θα αντικρίσω εσένα αλλά το άδειο μαξιλάρι και ξενερώνω πολύ! Ξέρω πως μετά από μια βαρετή μέρα γεμάτη υποχρεώσεις, θα κλειστώ σπίτι γιατί δε θα είσαι εκεί να περπατήσουμε φορώντας τα αγαπημένα μας φούτερ και καπνίζοντας αγκαλιά σε ένα παγκάκι με θέα τον Λευκό Πύργο.

Μη με ξαναπάς στο σταθμό ή το αεροδρόμιο, μου φέρνουν θλίψη και μελαγχολία.  Μαζί τους κι εκείνο το τελευταίο φιλί που συνοδεύει αυτό το κακόγουστο “Αντίο” ή “Τα λέμε!  Στείλε μου όταν φτάσεις” που γεμίζει αμηχανία και θλίψη τις στιγμές μας. Δεν τα πολυπολόγισα στην αρχή. Μπήκα αμέσως στην αρένα χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες. Πιστέψαμε αυτό το “μαζί” αψηφώντας το πώς θα περάσει το “χώρια”.

Γι’ αυτό επίτρεψέ μου να σου μιλήσω μόνο για εκείνες τις στιγμές, για εκείνες που ένα σπίτι είναι υπεραρκετό να μας κρατήσει 24ωρα μέσα στους τοίχους του, πλήρεις κι ευτυχισμένους. Τότε που είμαστε αγκαλιά, τα λόγια προκαλούν απλά θόρυβο και τα βλέμματα μας σκάνε τόσο έντονα και λαμπερά- σχεδόν ακούγονται.  Να σου μιλήσω για την πληρότητα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος έχοντας δίπλα του με τη φυσική του παρουσία τον άνθρωπό του.

Μα τώρα που σε συνήθισα πρέπει να φύγω πάλι και αυτή η πληρότητα δεν ξέρω πότε θα έρθει ξανά.  Σου έδωσα όμως μια υπόσχεση πως όταν σου λείπω θα είμαι εκεί. Και είμαι. Μου έδωσες κι εσύ μια: να δίνεις νόημα σ’ εκείνες τις στιγμές. Γι’ αυτό είναι δύσκολο το αντίο.  Γιατί τηρήσαμε δυστυχώς ή ευτυχώς κι οι δυο μας τη συμφωνία.

 

Συντάκτης: Γεράσιμος Βλαχόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά