Περίεργο πράγμα ο χρόνος. Ποτέ δεν κατάφερα να συντονιστώ μαζί του. Μάλλον θα φταίει που ήθελα πάντα να κάνω του κεφαλιού μου. Όποτε μου έλεγαν «προχώρα πιο αργά», έπαιρνα φόρα και έτρεχα παραπάνω με μανία και όταν άκουγα «τρέξε να προλάβουμε» πάγωνα και τα πόδια μου δεν κουνιόντουσαν. Βήμα δεν έκανα. Έτσι και τις στιγμές μου, ποτέ δεν τις τοποθετούσα στο σωστό χρόνο.

Κάθε τωρινή στιγμή τη ζω με την προσμονή πάντοτε μιας άλλης. Συνηθισμένο λάθος για έναν ερωτευμένο αυτό. Αδυνατώ να δεχτώ την πίεση του συναισθήματος που μου προκαλεί το βλέμμα σου, κάθε φορά που με κοιτάς και έτσι προσμένω την επόμενη στιγμή που θα έρθει. Χάνω το τώρα και έπειτα όταν μένω μόνη, αναπολώ τα περασμένα χαμόγελα και φιλιά. Κι όσο αναπολώ τόσο συνειδητοποιώ πως μαζί σου δεν αντέχω και μακριά σου δεν μπορώ.

Όσο και να με καθηλώνει η τρέλα μου για εσένα, τόσο που καμιά φορά δεν βγάζω άχνα και απλώς μένω να σε κοιτάζω, άλλο τόσο καταλαβαίνω πως όταν λείπεις τίποτα δεν είναι το ίδιο. Ιδιαίτερα τα βράδια που δεν κοιμόμαστε μαζί. Δεν με πιάνει ύπνος. Πρέπει να ξημερώσει για να κλείσουν τα μάτια μου.

Φοράω το μπλουζάκι σου, αυτό με τη στάμπα του σούπερμαν που έχεις αφήσει στην ντουλάπα μου, και ακούω την playlist που έχουμε βάλει στα αγαπημένα. Αλλά δεν τραγουδάω, ούτε χορεύω στο τρίτο τραγούδι που ξέρω ότι σ’ αρέσει πολύ, γιατί αυτά τα κάνω μόνο μαζί σου. Και θέλω τα βράδια που περνάμε χωριστά να διαφέρουν από όσα είμαστε παρέα.  

Μόνο έτσι μπορώ και εκτιμάω καλύτερα τις στιγμές που η μύτη σου είναι χωμένη στα μαλλιά μου και εγώ ανασαίνω στο λαιμό σου. Κι ας σε εκνευρίζει αυτό, δεν με αφήνεις από την αγκαλιά σου. Κατάφερες να με κάνεις να σε συνηθίσω. Από εκεί που δεν χάριζα εκατοστό από το κρεβάτι μου σε κανέναν, τώρα πια μου φαίνεται πολύ μεγάλο μόνο για εμένα.

Ούτε το ποπ κορν έχει την ίδια γεύση όταν βλέπω ταινία μόνη μου, γιατί εγώ θέλω να τρώω το αλάτι από τα χείλη σου όπως προχτές και όχι από τον πάτο του μπώλ. Δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή για να αρχίσεις να ζεις τον άλλο περισσότερο και σου είπα πως με το χρόνο δεν τα πηγαίνω τόσο καλά. Ξέρω μόνο ότι σε έχω ανάγκη.

Έχω ανάγκη να ακούω το «καληνύχτα» σου μισό, πνιγμένο δίπλα από το αυτί μου, καθώς λαγοκοιμάσαι. Δε θέλω βραδινά τηλεφωνήματα, θέλω βραδινά ξενύχτια στο μπαλκόνι μου. Να κοιτάζεις το φωτισμένο κάστρο καπνίζοντας και εγώ να σκέφτομαι να σε φιλήσω για να κλέψω λίγο καπνό απ’ το στόμα σου. Καμία νύχτα δε μένει νύχτα όταν δεν είσαι εδώ. Δεν αποκοιμιέμαι λεπτό και η μέρα μοιάζει να έχει πάνω από 24 ώρες.

Ξέρεις ότι δεν κοιμάμαι μακριά σου. Στο μαρτυράνε τα κοκκινισμένα μάτια μου και η βραχνιασμένη από την κούραση φωνή μου, όταν συναντιόμαστε την επόμενη μέρα. Δεν το διακινδυνεύω να κοιμηθώ χωρίς εσένα. Αν το κάνω και ξυπνήσω στην πραγματικότητα μόνη μου; Όχι, προτιμώ να ξεπερνάμε τους εφιάλτες μου μαζί. Για αυτό να μην μ’ αφήνεις μόνη τις νύχτες.

Να έρχεσαι και να με ρωτάς «τι θέμα έχει το βιβλίο που κρατάς;» και να αρχίζω να σου διαβάζω τις σελίδες ώσπου να σε πάρει ο ύπνος ξαπλωμένο πάνω στην κοιλιά μου. Μέχρι και το ροχαλητό σου μ’ αρέσει, φαντάσου. Ανυπόφορη η σιγή όταν δεν είσαι εδώ. Νομίζω ότι κάτι κακό θα συμβεί. Πιο πολύ να ξέρεις μ’ αρέσει όταν μου λες «Φτάνει. Ύπνο τώρα» κι ύστερα με γαργαλάς λίγο ακόμη.

Τις νύχτες που είμαστε οι δυο μας σε μαθαίνω λίγο καλύτερα και σε ερωτεύομαι λίγο περισσότερο. Υπόσχομαι να ζω τις στιγμές στο τώρα για τώρα, υπόσχεσαι πως θα έρθεις πάλι απόψε να κοιμηθούμε μαζί;

Συντάκτης: Πόπη Κονοφάου