Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Γράφει η Ελευθερία.

 

 

Σε βλέπω να υπάρχεις και μου φαίνεται ολόκληρη η ύπαρξή σου μία πρόκληση. Ένα παιχνίδι αλλιώτικο απ’ τ’ άλλα, ζωγραφισμένο με χρώματα που κάνουν τον απογευματινό ουρανό να ζηλεύει. Δεν έχεις ιδέα πόσο τέλεια διαγράφεται η σιλουέτα σου μέσα στο αέναο και θολό πλήθος που διασχίζω. Η λάμψη που αφήνεις πίσω σου με μαγνητίζει σαν μελωδία από σειρήνες και ξέρω μέσα μου πως έγινα κι εγώ ένας καταραμένος ταξιδιώτης που παγιδεύτηκε στα ακριβά δίχτυα σου.

Γνώρισα κι άλλους στη ζωή μου ταξιδιώτες. Όλοι είχαν μια γνώση να μου προσφέρουν, μια σοφία. Άλλοι με πήραν απ’ το χέρι και μου ‘δωσαν υποσχέσεις φανταχτερές, που έτρεφαν την ελπίδα μου μάταια χωρίς να το ξέρω. Άλλοι μου έδειξαν έναν κόσμο βρώμικο και τρομερό, μου είπαν πως τα παραμύθια που άκουγα κάποτε ήταν όλα ψεύτικα, χάρτινα, καμμένα.

Ταξίδεψα πολύ κι όμως σε βρήκα, και δεν το πίστευα ούτε εγώ πως μου φέρθηκε τόσο γενναιόδωρα η τύχη στη ζωή μου. Μα εσύ ούτε που με κοίταξες, λες κι ήμουν μέρος του ντεκόρ, του σκηνικού σου κι εσύ έπαιζες την παράσταση κοιτώντας μόνο το κοινό σου. Τους κέρναγες χαμόγελα και βλέμματα και νάζια και μένα μου γύριζες την πλάτη σου σαν να μου λες να φύγω πριν καν να έρθω. Μα δεν το βάζω εύκολα κάτω εγώ, μάτια μου. Δεν εγκαταλείπω.

Η μεγαλύτερη μάχη μου ήταν να μπω στη ζωή σου. Ποιος να μου το ‘λεγε πως θα ‘ταν τόσο ακριβά τα εισιτήρια για την παράστασή σου! Πέρασα μήνες ολόκληρους μετρώντας ένα-ένα τα τάλιρα, μέχρι που πια αυγάτισαν και έγιναν αρκετά για να σου τα χαρίσω. Έτρεξα τότε αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη, και στα έδωσα. Κι εσύ, σαν να με έβλεπες για πρώτη φορά στη ζωή σου, μου χάρισες επιτέλους εκείνο το χαμόγελο που μου επιβεβαίωσε πως ο κόπος μου θα ανταμειβόταν.

Μα ποια θέση θα έπαιρνα τώρα εγώ γύρω σου; Και σύντροφο είχες και φίλους και γνωστούς. Δε χρειαζόσουν τίποτα και θα ήταν τουλάχιστον εγωιστικό να προσεύχομαι κάποιος απ’ αυτούς να φύγει για να τον αντικαταστήσω. Όχι, δε θα σκεφτόμουν τόσο βρώμικα ποτέ. Δεν ήθελα άλλωστε να μπω στη θέση κανενός, ήθελα να μου φτιάξεις μια θέση ολόδική μου. Μα πώς να σου ζητήσω κάτι τέτοιο ενώ με ξέρεις τόσο λίγο;

Ήρθε η ώρα για τη δεύτερη μάχη μου, την πιο σημαντική μου. Εκεί που θα έδειχνα τις δυνάμεις μου και θα τα έδινα όλα για όλα. Θα ‘ριχνα τα δίχτυα μου για να δω τι ψάρια πιάνω. Θα ‘παιζα όλες τις κάρτες μου, όλες τις μάρκες μου κι όλα τα υπάρχοντά μου, ποντάροντας στο καλό χαρτί που πίστευα πως είχα. Έπαιξα, λοιπόν και κάτι κέρδισα τελικά. Ίσως να μην ήταν αυτό που εξαρχής ήθελα, μα ποιος παίρνει πάντα αυτό που θέλει;

Μια νύχτα με κοίταξες γλυκά, γιατί πλέον νοιαζόσουν. Με κοίταξες στα μάτια και κατάλαβες. Ήξερα πως νοιάζεσαι, ήξερα πως μ’ αγαπάς. Ήξερα, όμως, και πως δε θα με αγαπούσες ποτέ όπως ήθελα, όπως ονειρευόμουν.

Η μάχη μας τελείωσε, πλέον είχαμε ειρήνη. Είχαμε μια συνθήκη που κάποτε πίστευα πως με συνέφερε, μα πλέον με είχε απογοητεύσει. Δεν είχα άλλη δύναμη να πολεμήσω πλέον. Και ίσως να ήταν και άδικο να πολεμώ μονάχα εγώ και για τους δυο. Έτσι, λοιπόν, το πήρα απόφαση και εγκατέλειψα τις προσπάθειές μου. Σκέφτηκα πως αν υπήρχε έστω και μία πιθανότητα να μου παραδοθείς θα το έκανες είτε ήμουν κοντά σου είτε όχι.

Θα σε περιμένω από μακριά, λοιπόν.