Την ιστορία μας δε θα την ξεκινήσω από την αρχή, θα πάω κατευθείαν στις στιγμές που λέω πως έχουν σημασία. Σε εκείνες που μου κρατούσες το χέρι τόσο σφιχτά που το ένιωθα λίγο να μελανιάζει κι όμως δεν το τράβαγα, το ήθελα εκεί. Μέσα σε ένα δρομάκι της πόλης μας είμασταν θυμάμαι και περπατούσαμε δίπλα-δίπλα. Ήταν σχεδόν απόγευμα. Μόνο οι ήχοι των αυτοκινήτων έσπαγαν τη σιωπή μας. Τα σώματά μας δεν ακουμπούσαν. Δεν είμασταν αγκαλιά. Τη θέλαμε, αλλά ακόμη δεν την είχαμε βρει αυτήν την οικειότητα. Στο δρόμο μερικοί σκορπισμένοι περαστικοί. Σχεδόν αόρατοι για εμάς όπως αόρατοι κι εμείς για αυτούς. Βουτηγμένοι μέσα στις δικές τους δαιδαλώδεις σκέψεις, περνούσαν πότε δίπλα μας και πότε ανάμεσά μας, τα βήματά μας όμως δε διακόπτονταν, παρέμεναν συγχρονισμένα, ίσως όπως και οι σκέψεις μας.

«Θέλω να σε αγκαλιάσω» μου είπες και να ξέρεις πως ακόμα μου φέρνει ένα χαμόγελο στα χείλη η σκέψη σου να λες αυτές τις λέξεις κοιτώντας το πάτωμα αντί για εμένα. Σαν εκείνα τα παιδάκια που ζητάνε γλειφιτζούρι από τη μαμά και κοιτάνε χαμηλά αντί στα μάτια της, λίγο για να αυξήσουν τις πιθανότητές τους να το πάρουν και λίγο για να μη δουν το πρόσωπό της σε περίπτωση που πει τελικά το «όχι». Εγώ όμως «όχι» δεν υπήρχε περίπτωση να πω.

Τα πρώτα αγγίγματα τόσο δειλά και προσεκτικά που έμοιαζαν λες και είχαμε πάνω μας κρεμασμένες ταμπέλες που έλεγαν «προσοχή εύθραυστο» και πάλι όμως ήταν απόλυτα ικανά να ζωγραφίσουν με ανεξίτηλο μαρκαδόρο δυο χαμόγελα στα πρόσωπά μας. Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά στον ουρανό της πόλης, να μαρτυράει πως η ώρα δεν ήταν περασμένη. Κι εκεί, κάτω από τη ζέστη του, ακούστηκε για πρώτη φορά η περιβόητη λέξη που ξεκινάει από «σίγμα». Ανταπέδωσα κι εγώ, γιατί στα αλήθεια το ένιωθα κι ανταπέδωσαν μαζί και οι λαβές των χεριών μας που ενστικτωδώς σχεδόν έσφιξαν λίγο παραπάνω. Και τους χτύπους της καρδιάς, αλήθεια σου λέω, πρώτη φορά στη ζωή μου τους άκουγα τόσο δυνατά, λες και πέρναγαν μέσα από μικρόφωνο. Και το πιο εντυπωσιακό; Κινούνταν και των δυο μας στην ίδια ένταση, λες και κάτι πάλευαν να μας πουν κι έβαζαν όλη τους τη δύναμη για να φτάσει αυτό στα αυτιά μας.

Πλέον βρισκόμασταν σε ένα δρόμο γεμάτο από ανθρώπους κάθε ηλικίας, που είχαν βγει για μικρή βόλτα από εκείνες που είναι κάτι μεταξύ φυλακής κι ελευθερίας. Μας ενοχλούσε όμως ο τρόπος που η παρουσία τους έκοβε από στιγμές που ανήκαν αποκλειστικά σε εμάς, οπότε με τράβηξες απ’ το χέρι κι έστριψες σε ένα δρομάκι μικρό και τόσο ήσυχο που έδινε την αίσθηση του ξεχασμένου. Κι εκεί δώσαμε και το πρώτο μας φιλί, μακριά από κομπάρσους, σε ένα στενό που ήταν σαν να ξύπνησε απλά για να στηρίξει τη στιγμή μας και να ξαναπέσει μετά να κοιμηθεί.
Σαν δυο έφηβοι κάναμε, αστείο δεν είναι; Σαν δυο παιδιά που ανακάλυψαν ξαφνικά τι είναι το πυροτέχνημα. Που έδωσαν το πρώτο τους τρομαγμένο φιλί. Γυρίσαμε το χρόνο πίσω σαν να λέμε. Κοίτα να δεις τελικά τι δύναμη που έχει ένα ξεχασμένο δρομάκι στη μέση του πουθενά αν το συνδυάσεις με λίγο έρωτα. Πίσω στο σήμερα μας γύρισαν τελικά κάποιοι αδιάκριτοι, στα μάτια μας, περαστικοί. Έστριψα ένα τσιγάρο και το μοιραστήκαμε, ρουφηξιά ρουφηξιά, σαν ένα ακόμη φιλί απλώς λιγότερο τρομαγμένο και με περισσότερη την αίσθηση του καπνού στα στόματά μας. Εκεί, στη μέση του δρόμου, όρθιοι, κοιτώντας ο ένας τον άλλον και ακούγοντας την πόλη να ξανανεβάζει τις εντάσεις της. Το τσιγάρο όμως τέλειωσε, όπως και ο χρόνος μας.

Η επιστροφή δύσκολη, πιο σιωπηλή. Οι περαστικοί τώρα έμπαιναν με πιο σταθερό βήμα ανάμεσά μας. Μας χώριζαν όπως και η στιγμή που κοντοζύγωνε και μας προετοίμαζαν έτσι για αυτή λιγάκι αδιάκριτα. Φτάσαμε στο τέλος της διαδρομής. Απομακρυνθήκαμε και γράψαμε τελικά τον επίλογο στην ίδια ακριβώς σελίδα που είχαμε ξεκινήσει και τον πρόλογό μας. Δεν πειράζει όμως. Πολλά τα short stories που έχουν βγει καλύτερα από ολόκληρα μυθιστορήματα.

Α και κάτι τελευταίο που δε σου είπα ποτέ αλλά θέλω πολύ να ξέρεις. Όποτε περνάω από το σημείο αυτό της πόλης μας, τα βήματά μου ασυναίσθητα με πάνε σε εκείνο το ξεχασμένο από τους πάντες δρομάκι. Εκείνο που ακόμη δε μου βγάζεις από το μυαλό ότι μπορεί να γυρίσει με τον τρόπο του το χρόνο πίσω. Εκείνο το ιδιαίτερο σημείο στο οποίο τελικά γράφτηκε σχεδόν ολόκληρη η ιστορία μας.