Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

Γράφει η Τζένη.

 

«Πού θα ‘θελες  να είσαι τώρα;», ρωτάνε. Μέσα μου έχω απαντήσει ήδη. Μέσα μου ξέρω πολύ καλά πού θα ήθελα να ήμουν και τώρα και κάθε τώρα. Απλώς να, επειδή δεν μπορώ, δεν το λέω δυνατά, γιατί και δυνατά να το πω καμία σημασία δε θα ΄χει.

Τολμάω όμως και το γράφω, γιατί ξέρω πως έχω μια πιθανότητα  κάπου κάποτε να με διαβάσεις, κι αν πέσεις πάνω σ’ αυτό ίσως μάθεις πως όταν κάποτε με ρώτησαν πού θα ‘θελα να είμαι, θα απαντούσα στην αγκαλιά σου. Όπου κι αν αυτή βρισκόταν, το θέμα είναι πως θα ήμουν κι εγώ εκεί. Στο κρύο, στη ζέστη, στο φως στο σκοτάδι, δε με ένοιαζε ούτε και με νοιάζει, θα μου αρκούσε απλώς το ότι θα βρισκόμουν εκεί μέσα.

Ακόμη και σήμερα, που έπιασα τον εαυτό μου να κάθεται σε μια γωνιά του σπιτιού μου, φαντάστηκα πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν μπορούσα να σε φωνάξω με το όνομά σου, να σου ζητήσω να έρθεις εδώ που κάθομαι για ένα λεπτό και να σε καταφέρω με τον τρόπο μου να μείνεις για ώρες. Χωρίς απαραίτητα να κάνουμε κάτι. Εσύ απλά μπορείς να καθίσεις εδώ, εγώ λίγο πιο δίπλα, το χέρι σου γύρω κι εγώ εκεί μέσα. Μέσα στην αγκαλιά σου. Βλέπεις είναι στιγμές που και ο πιο δυνατός άνθρωπος νιώθει μικρός κι απροστάτευτος.

Είναι αυτή η εικόνα που έχεις κάνει ήδη υποσυνείδητα στο μυαλό σου. Οι δύο μας κάπου, κενοί ή πλήρεις από συναίσθημα, δεν ξέρω. Μάταια όμως προσπαθώ να σε φωνάξω, το στόμα ανοίγει μα η φωνή είναι αυτή που δεν τολμάει να βγει. Ούτε ήχος ούτε τίποτα. Από μόνες τους οι χορδές δε λένε να βγάλουν ήχο γιατί ξέρουν πως αν τολμήσω να σε καλέσω και να θέλεις δε θα ‘ρθεις. Δε θα μπορείς, δε θα το επιτρέπουν οι συνθήκες, και δεν εννοώ οι καιρικές, αυτές πάντα τις αψηφούσαμε. «Πού θα ‘θελες να είσαι τώρα;» με ρωτάνε. Μα καμιά απάντηση δε θα τους είναι αρκετή να καταλάβουν γιατί θέλω τόσο πολύ να είμαι εκεί. Ή έστω εσύ εδώ. Ωραία δε θα ήταν;

Τόσα αναπάντητα γιατί, τόσες μπερδεμένες σκέψεις, μα ένα μόνο ξέρω, πως εκείνες τις στιγμές που δεν υπάρχει κανείς, θα ήθελα εσύ να υπήρχες ακόμη. Βλακεία μου έτσι; Τι να κάνω όμως; Πονάει να θες να είσαι κάπου αλλού και να μην μπορείς. Είναι λες κι είσαι λυσσασμένο σκυλί λυμένο αλλά δεν κάνεις βήμα. Γιατί; Γιατί εκεί που θα πας δε θα ‘ναι πια κανείς. Δε θα σου ανοιχτούν ούτε πόρτες ούτε αγκαλιές. Μήτε τροφή θα σου δώσουν. Αντιθέτως, αν είσαι τυχερός, ίσως σε διώξουν άρον άρον, αλλιώς δε θα σου ρίξουν ούτε βλέμμα.

Τώρα που είμαστε οι δύο μας, κοίτα με στα μάτια κι απάντησέ μου ειλικρινά, εσύ, πού θα ήθελες να ήσουν τώρα;