Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Γράφει η Ν..

Παρασκευή σήμερα. Από τις δύσκολες. Η ώρα είναι μόλις από τις πρώτες ώρες της. Δεν έχουν περάσει πολλές ώρες από την τελευταία φορά που μιλήσαμε, 27 ώρες. Όχι πολλές, καθόλου πολλές. Καθόλου πολλές για κάποιον που δεν ξέρει πώς είναι να ερωτεύεσαι. Καθόλου πολλές για κάποιον που δεν έχει γευτεί το συναίσθημα. Καθόλου πολλές για κάποιον που δεν υποφέρει από αυτό που οι περισσότεροι, που το έχουν νιώσει, ονομάζουν έρωτα. Για μένα όμως, πολλές.

Δεν έχω λίγα να πω για σένα. Είναι γνωστό ότι δεν υποφέρω από δύσκολες καταστάσεις συχνά. Όταν όμως υποφέρω, υποφέρω πραγματικά. Έτσι έχω υποφέρει τους τελευταίους -σχεδόν- δύο μήνες. Δύο μήνες από τη στιγμή που γκρεμίστηκες ό, τι είχες χτίσει. Ή μάλλον, ό,τι εμείς οι δύο είχαμε χτίσει. Τα δυο μας. Παρέα. Αγκαλιά. Όλα όσα χτίσαμε από τις 6 Μάϊου. Εκείνη τη μέρα.

Εκείνη τη μέρα όλα ήταν διαφορετικά. Σου χάιδευα το κεφάλι και όλο μου το σώμα συμφωνούσε, μου έδωσε να καταλάβω πόσα σήμαινες για μένα από την πρώτη στιγμή της καινούργιας μας αρχής. Τα βράδια πριν καν τα σώματά μας μιλήσουν, σε ένιωσα, σε κατάλαβα. Ήσουν μετανιωμένος για όλα. Όλα όσα είχαν συμβεί. Κι εγώ σε συγχώρησα, όχι στα ψέματα, όχι με δόλο. Αληθινά.

Σε είχα νιώσει δικό μου από το πρώτο λεπτό. Από τη στιγμή που απλώς άκουσα τη φωνή σου. Τα βράδια αυτά, τα δικά μας, ήταν δικά μας όντως. Ανήκαν σε μένα και σε σένα. Είχαν φτιαχτεί για μου μιλήσεις. Για να είμαστε μαζί. Από το βράδυ της καινούργιας μας αρχής ανήκαν σε μένα και σε σένα. Κι εγώ το ήξερα. Το σώμα μου έλεγε πολλά. Η ανατριχίλα κάθε φορά που περνούσα τα δάχτυλά μου στα μαλλιά σου. Η ανατριχίλα κάθε φορά που με άγγιζες. Εκείνο το βράδυ της αρχής ο τρόπος που με φίλησες τα έλεγε όλα. Με ήθελες. Το ένιωθα. Μπορούσα να το δω.

Πάντα θαύμαζα τους ανθρώπους που είχες στη ζωή σου. Τους ζήλευα. Όχι φανερά. Μόνο εγώ και ο εαυτός μου γνωρίζουμε γι’ αυτά. Κατάλαβα ότι θες να είμαι πλέον από τους ανθρώπους που πάντοτε ζήλευα. Έκανες την αρχή. Έκανες την αρχή, αφού την πρώτη φορά σε απέρριψα. Δεν ξέρω γιατί σε απέρριψα εκείνο το βράδυ. Το μετάνιωσα την ίδια στιγμή. Χαίρομαι όμως και για εκείνη τη βραδιά, το ίδιο με τη βραδιά της αρχής.  Ένα άγγιγμα αρκούσε. Το ένιωσες και συ. Μου το παραδέχτηκες. Το παραδεχτήκαμε και οι δύο, ο ένας στον άλλον.

Εκείνο το βράδυ το φιλί σου σήμανε την αρχή μας. Την αρχή που πάντα θα παραμένει η αρχή μας. Ήταν το καλοκαίρι που έβαλα τέρμα τα γκάζια μέσα μου. Πήρα φωτιά από τις φωτιές που δεν έχω ξαναπάρει ποτέ. Από τις φωτιές που δύσκολα σβήνουν. Από τις φωτιές που μπορεί και να μη σβήσουν ποτέ ακόμα και αν τις καλύψεις ώστε να μην υπάρχει οξυγόνο για να σβήσουν, που πυροδοτούνταν από ένα και μόνο βλέμμα σου. Από ένα και μόνο άγγιγμά σου. Από μία και μόνο πνοή σου. Φαντάσου πόσο μεγάλη φωτιά. Μεγάλη και άσβηστη.

Έλιωνα με το ποιος είσαι. Το πώς μιλάς, το πώς ακούς, το πώς περπατάς, το πώς κάθεσαι. Έλιωνα με τον τρόπο που άγγιζες. Με τον τρόπο που κοιτούσες. Με τον τρόπο που το μαλλί σου κουνιόταν, που συνεχώς μεγάλωνε. Έλιωνα ολόκληρη με τον τρόπο που έλεγες το όνομά μου. Με τον τρόπο που προσέγγιζες τους ανθρώπους. Έλιωνα με τον τρόπο που έπινες μπίρα, τον τρόπο που κάπνιζες. Έλιωνα με τον τρόπο που κατανοούσες οτιδήποτε και να σου έλεγα. Με νοιαζόσουν. Το έβλεπα. Τρελαινόμουν με κάθε σου κίνηση. Με τα χέρια σου, με τα πόδια σου, με τα ρούχα σου, με τα αυτιά σου, με το σκουλαρίκι σου, με τα κουνελίσια δόντια σου. Τι ωραία δόντια, τι ωραία χείλη έχεις. Τι όμορφος που είσαι.

Ήμουν ερωτευμένη. Ακόμη είμαι. Πολύ. Και λέω πως δεν πειράζει. Δεν το εννοώ, μα θέλω να το εννοήσω. Ως τότε ευχαριστώ. Ξέρεις εσύ. Ευχαριστώ για την αρχή μας, μα πιο πολύ για το τέλος μας. Ήταν, αλήθεια, τόσο ωραία.