Είναι κι εκείνες οι περίεργες στιγμές που θες να πεις και να πιστέψεις ότι ο άνθρωπος που εξουθενωτικά πολιορκεί τη σκέψη σου είναι απωθημένος στα απόρθητα κάστρα της αδιαφορίας σου. Προσπαθείς ν’ αποδείξεις ατελέσφορα, ακόμα και στον ίδιο σου τον εξαπατημένο εαυτό, ότι αυτή είναι η ωμή σου αλήθεια. Κάτω από αυτή την επίφαση όμως, αρχίζουν ν’ αναδύονται όλοι εκείνοι οι εξοντωτικοί σου συνειρμοί, που προσπαθούν με περισσή επιμονή να σε πείσουν ότι το κυρίαρχο υποσυνείδητό σου σε κατευθύνει για άλλη μια φορά αποπλανητικά στα μονοπάτια των πιστεύω σου.

Ομολογείς ότι θέλεις πολύ να πιστέψεις ότι όντως όλα αυτά που αναμοχλεύονται μέσα σου είναι όντως κάπως έτσι. Αρχίζουν όμως όλες εκείνες οι αμφιβολίες να πεταρίζουν άοκνα μέσα στο μυαλό σου, οι πλανόβιες παλινωδίες σου ν’ αγκαλιάζουν με δύναμη τα αμφίρροπα συναισθήματά σου και τρεκλίζοντας, κοντοστέκεσαι και κάνεις ένα βήμα πίσω. Υποχωρείς κι αναδιπλώνεσαι. Αναρωτιέσαι, γιατί τελικά η παρουσία αυτού του ανθρώπου εξακολουθεί να παραμένει ισχυρή κι ακλόνητη μέσα στο μυαλό σου και τι μπορεί να σημαίνει αυτό, για το τι πραγματικά νιώθεις για εκείνον.

Διαπιστώνεις, ότι όσο κι αν προσπαθείς να τον εξωθήσεις αυτόν τον άνθρωπο, στο αχανές κι απύθμενο ασυνείδητό σου για να μείνει εξορισμένος εκεί, ως μια αδιάφορη κι ασήμαντη ύπαρξη της ζωής σου, τόσο εκείνος εμφιλοχωρεί πιεστικά κι απαιτητικά στις σκέψεις σου. Συνεχίζει αδιάλειπτα να μονοπωλεί με αυθάδεια, τα σκλαβωμένα δευτερόλεπτα της κάθε σου νοητικής διέγερσης. Πρωταγωνιστεί σε κάθε ασπρόμαυρη προβολή του μυαλού σου, που ακούσια εκτυλίσσεται πίσω από το παραπέτασμα των ματιών σου. Κι εσύ ανυπεράσπιστος, μένεις με την αίσθηση ότι για άλλη μια φορά, εξαπατάς ασύστολα τον εαυτό σου, πασχίζοντας απλά να τον αρνηθείς.

Πόσες μάταιες προσπάθειες δεν κατέγραψες στις σελίδες των βιβλίων σου για να βρεις όλες εκείνες τις αποδείξεις που θα σου έκαναν σαφές ότι δεν κυλά στις φλέβες σου ίχνος από εκείνον; Πόσες φορές δεν ορκίστηκες ότι αυτό που ένιωθες δεν ήταν παρά ακόμη ένα ξέπνοο, απόλυτο «τίποτα», από εκείνα τα πολλά που κατά καιρούς έπεισες τον εαυτό σου ότι κατοικούν μέσα σου; Τα άδεια από νόημα, τα χωρίς ουσία, τα κενά από προσδοκία. Ένα από εκείνα τα «τίποτα» που όμως σε αφορούν περισσότερο απ’ ό, τι υπολόγιζες.

Και την προσπάθησες έντονα την απομυθοποίηση του τι ένιωθες για εκείνον τον άνθρωπο. Την επέβαλλες στο μυαλό σου, τη διέταξες στη λογική σου. Ακόμη και σε κείνη τη στυγνή κι ανάλγητη λογική, που σε εγκατέλειψε στην αναμέτρησή σου με το συναίσθημα, μόνο κι ανίσχυρο αυτή τη φορά. Την είδες να σέρνεται κατάχαμα, κουρελιασμένη, ηττημένη. Ναι, αυτή τη φορά, δεν μπόρεσε να σε σώσει από τη δίνη του. Δεν κατάφερε να συμμαχήσει με την ανήμπορη θέλησή σου, σε μια κοινή προσπάθεια συντριβής των όσων θέριευαν μέσα σου. Γιατί κι αυτή τη σπάνια φορά, ο απόλυτος νικητής ήταν όντως το συναίσθημα. Κι ας μην τόλμησες να το ομολογήσεις ούτε στον ίδιο σου τον κυνικό εαυτό. Ίσως από ακλόνητο εγωισμό, που δεν αντιτάχτηκες σ’ αυτόν σου τον ξεπεσμό.

Μα ένιωσες επίσης ότι δεν κράτησες τίποτα για σένα. Παραδέχτηκες την ήττα με ανελέητη ειλικρίνεια. Δε θέλησες να οδηγήσεις εσύ τα πάθη σου να σβήσουν, ώστε να νιώσεις την εγωιστική επιβολή του να φύγεις πρώτος, αλλά τους έγνεψες συγκαταβατικά και συναίνεσες στο να σ΄ εγκαταλείψουν εκείνα. Γιατί ένιωσες ότι ήταν τόσο δυνατά, που δεν μπορούσες να τα διαχειριστείς. Τόσο ιδιαίτερα, που αμφέβαλες αν σου άξιζαν. Και ξέρεις ότι στο τέλος ο έρωτας πάντα έριχνε τους προβολείς του και φώτιζε μέσα σου την απόλυτη ταπείνωση. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Κι έρχεσαι τώρα λοιπόν, να διαπιστώσεις οικτρά ταπεινωμένος για άλλη μια φορά, ότι όλη αυτή σου η έντονη ανάγκη ν΄ αποδείξεις στον αλγεινό εαυτό σου ότι αυτός ο άνθρωπος δε σε αφορά, σε οδηγεί στο μονόδρομο της παραδοχής, ότι σε αφορά πολύ περισσότερο απ’ ό,τι νομίζεις ή έχεις συνειδητοποιήσει. Γιατί εδώ, δίπλα σε μια ακόμη ξεθωριασμένη τελεία σου κείτεται μια άψυχη παύλα που μένει εκεί ξαπλωμένη, για να σου δηλώσει ότι για όλα υπάρχει ένα τέλος.

Ένα τέλος από το οποίο ξετυλίγεται όμως ξανά το διάφανο κουβάρι μιας νέας αρχής που δένεται πάντα σφικτά με έναν ακόμη απολογισμό σου. Από εκείνους τους γραμμένους με κόκκινα μελάνια που σε οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Ότι το μόνο που εξακολουθεί να παραμένει σημαντικό για σένα, είναι εκείνο το απαράμιλλο σκίρτημα της αγάπης που το νιώθεις κάθε φορά να κουρελιάζει τα ενδόμυχά σου και να σου θυμίζει ότι παραμένεις ακόμη ζωντανός. Και ξέρεις ότι, ό,τι υποσχέθηκες σε κάθε σου αρχή, το τήρησες. Δε ζήτησες τίποτα, από κανέναν. Ούτε καν να σ΄ αγαπήσουν.

 

 

Συντάκτης: Όλγα Αρβανιτά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου