Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Γράφει ο Ψ.

Γέννημα θρέμμα Πειραιά, 30 και δυο μήνες. Της τσάρκας, της νύχτας, του ωραίου. Έτσι έλεγα. Ό,τι καλύτερο ε; Ούτε κατά διάνοια! Είδα πολλούς της γενιάς μου να πέφτουν στην ίδια λούπα. Την παρέα μου ολόκληρη. Κατέληξα στο ότι είμαστε απλώς κότες. Δειλοί που κρυβόμαστε πίσω από παγιωμένες και βολικές απόψεις της κοινωνίας μας και φοβόμαστε να κυνηγήσουμε όνειρα, να διορθώσουμε λάθη.

Φέρε στο μυαλό σου αυτή τη γελοία παρέα που κάθεται συνήθως στη γωνία του μπαρ και χτυπάει όλο εφέ τα φτερά της. Μετά τη γωνία του μπαρ, οι δρόμοι είναι δυο που μπορεί να ακολουθήσουν τα μέλη της, αλλά το αποτέλεσμα κοινό. Είτε βρίσκεις συντροφιά για τη συνέχεια της νύχτας, είτε όχι. Όταν τη βρίσκεις, απλώς καθυστερείς λίγο παραπάνω να νιώσεις αυτολύπηση. Ξημερώματα θα βρεθείς σε κάποια πλατεία σουρωμένος να προσπαθείς να βγάλεις άκρη ή ακόμα χειρότερα δίπλα σε κάποιο σώμα, μα εντελώς μόνος. Αυτό το σώμα πώς να νιώθει άραγε;

 

 

Επιστρέφοντας σε μένα. Πώς τα έχω κάνει τόσο σκατά στα 30 μου; Το λάθος μου ήταν τόσο μεγάλο, τόσο προφανές κι εγώ υπήρξα τόσο μικρός που όντως πίστευα πως πάντα έφταιγε οτιδήποτε άλλο εκτός από εμένα. Αυτή ήταν πάντα εκεί, να έρχεται κι εγώ να τη διώχνω. Με εξαιρετικά άσχημο τρόπο πάντα. Και να μην το καταλαβαίνω, βλέπω, δέχομαι. Θυμάμαι να σκέφτομαι μια μέρα παρκαρισμένος σε parking της παραλιακής ότι με κοροϊδεύει. Εγώ είμαι ο Ψ, έλεγα, και μια βόλτα να βγω, θα έχω οποία μου γυαλίσει. Πόσο μικρούλης άνθρωπος ήμουν. Δε μου περνούσε από το μυαλό ότι τα νεύρα, οι φωνές, το τσεκάρισμα, το πρεσάρισμα πληγώνουν ένα πραγματικά καλό παιδί. Και το κάνουν να απομακρύνεται.

Έχεις κάνει έρωτα ποτέ; Εγώ όχι. Και πια δυσκολεύομαι να περάσω κι απλώς καλά. Στα γενέθλιά μου το κατάλαβα. Ένιωθα να θλίβομαι, να μη θέλω να είμαι εκεί. Σε βάζω στο σκηνικό. Στο μπαρ εγώ, να ψάχνω δικαιολογία να την κάνω. Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι εκείνη. Παγώνω- δυο χρόνια είχα να την ακούσω. Το τηλέφωνο σταματάει να χτυπάει στα χέρια μου- έχω μείνει να κοιτάω την αναπάντητη. Το τηλέφωνο ξαναχτυπάει και σχεδόν δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Όσοι με ήξεραν, κατάλαβαν.

Τελειώνει το τραπέζι, παίρνω την αδερφή μου να πάμε να πιούμε ένα ποτό στο στέκι. Το στέκι ήταν στέκι μόνο και μόνο για την κοπέλα που δούλευε στο μπαρ. Το σπουδαιότερο άτομο που είχα την τύχη να γνωρίσω νύχτα, μια πραγματική φίλη. Εκείνο το βράδυ δε μου έπαιρνες κουβέντα. Με πλησιάζει λοιπόν η φίλη και μου λέει στο αυτί: «Αφού ρε μαλάκα είσαι καλό παιδί γιατί φέρεσαι σαν @ρχίδι; Αν κάποιος είχε συμπεριφερθεί έτσι στην αδερφή σου τι θα έκανες;» Ήταν το πρώτο μεγάλο σκαμπίλι που έφαγα. Κλείστηκα μια βδομάδα σπίτι μου, μόνος μου. Δεν άνοιγα κουδούνια, δε σήκωνα τηλέφωνα. Σκεφτόμουν.

Πήρα τα πάνω μου, ξήλωσα άτομα από τη ζωή μου, ξήλωσα συνήθειες κι είπα στον εαυτό μου πως θα γίνεις ένας άξιος άνθρωπος και θα πας να διεκδικήσεις το μοναδικό κορίτσι που έχεις θελήσει πραγματικά στη ζωή μου. Πριν νιώσω έτοιμος, εμφανίστηκε πάλι. Να ζητήσει βοήθεια. Πρόφαση ή όχι, δεν ξέρω. Δε με νοιάζει. Ήταν η μισή ευκαιρία που ήθελα να μου δοθεί. Την άρπαξα όπως-όπως. Με κόπο. Με λάθη. Με μικρή ανταπόκριση. Με μπόλικη ουσία.

Σίγουρα φαντάζομαι τη ζωή μου μαζί της, αλλά δεν ξέρω αν έχω χάσει το τρένο. Όμως δε λέει να τα βάλω κάτω τώρα κι απλώς να μείνω κότα. Οπότε κι εσύ που τώρα το διαβάζεις, κοίτα να τιμάς τον έρωτά σου, να θες, να ζητάς τη χαρά του. Αν δε σου κάνει, άσ’ τον άνθρωπο να πάει να βρει την ευτυχία του. Συγνώμη από όλους μας και σας ευχαριστούμε, όλους όσους αγαπάτε τα ναυάγια της ζωής. Κι άλλη μία συγγνώμη σε εκείνη, που θα ψάχνω σε κάθε μου αληθινή στιγμή γιατί μόνο έτσι έχει αξία.