Ένα Σαββατόβραδο όπως όλα, βγαίνει από το μπάνιο με το μπουρνούζι. Ανοίγει την ντουλάπα κάπως βαριεστημένα. Ψάχνοντας, βρίσκει το κατάλληλο ρούχο για τη συγκεκριμένη έξοδο. Θα βγει με παρέα στο γνωστό στέκι που το άτομο στο σέρβις είναι λιγάκι νόστιμο. Φτιάχνει μαλλιά, βάζει άρωμα. Κι εκεί γύρω στις 11 συναντιούνται στο περίπτερο, δίπλα στην πλατεία. Και η νύχτα ξεκινά με ξέφρενη διάθεση.

Πίνουν, χορεύουν, μιλάνε με γνωστούς και διασκεδάζουν. Την ώρα που στροβιλίζεται στο ρυθμό της μουσικής  ανταλλάσσει βλέμμα όλο υποσχέσεις. Άστραψαν τα μάτια τους. Σε λίγη ώρα έρχεται με ένα σφηνάκι προς το μέρος που κάθεται. Συστήνονται. μιλάνε για λίγο, ανταλλάζουν αριθμούς και κανονίζουν να βρεθούν μέσα στις επόμενες μέρες.

Το παραπάνω θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα καλό σεναριάκι κομεντί, όμως, το σύγχρονο φλερτ διαφέρει πολύ από αυτή την ιστορία που φαντάζει ’90s. Η επικοινωνία, η έννοια της συντροφικότητας και του παιχνιδιού έχει πάρει εντελώς διαφορετικές διαστάσεις. Πολλοί άνθρωποι σήμερα δεν προσπαθούν να χτίσουν σχέσεις, να προσεγγίσουν το άτομο που τους αρέσει, να κερδίζουν καθημερινά το ταίρι τους ή να το καταλάβουν. Έχουν αλλάξει οι λόγοι για τους οποίους δυο άνθρωποι έρχονται κοντά όπως κι οι λόγοι που δεν το κάνουν. Κι εκεί που κάποια πράγματα φαίνονται να γίνονται πιο εύκολα, άλλα δυσκολεύουν αισθητά.

 

 

Η κλασική ιστορία αγάπης που ξεκινά σε ένα σχολικό χορό, σε ένα πάρτι καλωσορίσματος φοιτητών ή στο μπαρ που σύχναζε το ωραίο παιδί δεν υφίσταται. Υπάρχουν αμέτρητα site και πολλές εφαρμογές γνωριμιών που καλύπτουν το κάθε άτομο ανάλογα με τις ανάγκες του, καθώς κάνουν και τις αποστάσεις πιο μικρές, ενώ τις ευκαιρίες πιο απλωμένες. Σε γενικό πλαίσιο όλα ξεκινούν με ένα friend request, ένα tweet, ένα follow και συνεχίζουν με ένα follow back.

Τελειώνουν με απόκρυψη ιστορίας, διαγραφή- στη χειρότερη με ένα φανταχτερό block. Αυτή ήταν η αρχή και το τέλος μιας σύγχρονης σχέσης. Τι γίνεται όμως μετά το request και πριν το block; Πολύ συχνά κι αρκετά άμεσα εξωτερικεύεται η ερωτική διάθεση πέφτοντας στην εύκολη λύση των πονηρών μηνυμάτων. Έτσι καλλιεργείται υπό την ασφάλεια του πληκτρολογίου μια συγκεκριμένη διάθεση εξυπηρετώντας συγκεκριμένους σκοπούς. Κι αναλόγως του σε ποια φάση της σχέσης συμβαίνει αυτό, δηλώνει κι άλλα κίνητρα.

Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα γι’ αυτό και σε κάποιες πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις που οι σύντροφοι βρίσκονται για μικρό διάστημα μακριά νιώθουν να έρχονται κοντά και να αναζωπυρώνουν τη σχέση τους. Τι συμβαίνει όμως με τα άτομα που εστιάζουν κι αρκούνται σε αυτό ως αποκλειστικό τρόπο επικοινωνίας; Με μια πρόχειρη ανάλυση, μπορεί να στραφεί κάποιος στα μηνύματα αυτά όταν φοβάται τη δέσμευση ή φοβάται μια ενδεχόμενη εγκατάλειψη. Οπότε εφόσον δε θέλει να επενδύσει ή να κοπιάσει κερδίζοντας ή έχοντας σχέση με ένα άτομο επιλέγει αυτή τη μορφή ψηφιακής πρόκλησης που φαίνεται να έχει έκθεση, χωρίς να έχει ουσιαστικά.

Όταν ένα άτομο έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση και διστάζει να προσεγγίσει face to face έναν ενδεχόμενο ερωτικό σύντροφο, είναι ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση επίσης μπορεί και ωθεί ένα άτομο στη συναίνεση -εφόσον δεν το απολαμβάνει και τόσο- μόνο και μόνο για να καλύψει το κενό της έλλειψης της επικοινωνίας. Μόλις πέσαμε στην παγίδα.

Αρκούμενοι σε αυτού του είδους την διαδικτυακή συντροφικότητα ενδέχεται να μην υπάρξουμε μέρος της εμβάθυνσης και συναισθηματισμού αλλά να κολλήσουμε σε μια ρηχή ανταλλαγή μηνυμάτων. Όταν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ανάμεσα στον αποστολέα και τον λήπτη των μηνυμάτων υπάρχει και το ρίσκο της διαρροής. Ακόμα, υπάρχει και η πιθανότητα του να το συνεχίσει κανείς χωρίς καν να έχει αυτή τη διάθεση, για να διατηρήσει την επικοινωνία, η οποία όμως ουσιαστικά και πάλι δεν υπάρχει.

Επομένως χάνεται η ουσιαστική προσέγγιση. Εκμηδενίζεται η αξία της πραγματικής επαφής και της χημείας που έχουν δύο ανθρώπινα σώματα. Όσο εύκολο είναι το να ανταλλάξεις δυο τρία καυτά μηνύματα, τόσο δύσκολο είναι να προσεγγίσεις έναν άνθρωπο, να επικοινωνήσεις, να φλερτάρεις και να αποκτήσεις την ωραία κι ασύγκριτη αίσθηση που προσφέρει το να αφήνεσαι και να ανοίγεσαι ειλικρινά. Γιατί καλή και η μελιτζάνα σε ιμότζι, αλλά δε θα πάψει ποτέ να είναι ελαφρώς λυπηρή ως προς τη μεταφορική της έννοια.

Συντάκτης: Κυριακή Σεργάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου