Το ζήτημα των αμβλώσεων είχε ξεκινήσει να απασχολεί την κοινωνία από πολύ παλιά και συγκεκριμένα από το 1800. Αυτήν την εποχή στη Νέα Υόρκη υπήρξε μια γυναίκα σύμβολο, η Ann Trow, γνωστή ως Madame Restell, η οποία μισήθηκε ανελέητα γιατί πραγματοποιούσε αμβλώσεις σε γυναίκες που είχαν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.

H Ann ήταν γεννημένη το 1812 στο Painswick της Αγγλίας, από μικροαστή οικογένεια χωρίς να έχει λάβει κάποια ιδιαίτερη μόρφωση. Στα 15 της χρόνια χρειάστηκε να εργαστεί ως υπηρέτρια σε μια οικογένεια και στα 16 έκανε τον πρώτο της γάμο με έναν ράφτη ονόματι Henry Summers. Το 1830, η Ann γέννησε την κόρη τους Caroline, και την επόμενη χρονιά αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Νέα Υόρκη για καλύτερες συνθήκες ζωής, καθώς αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα. Λίγους μήνες μετά τη μετακόμισή τους, ο Henry πέθανε και έτσι η Ann έμεινε μόνη της με ένα παιδί σε μια ξένη χώρα.

Έτσι, χρειάστηκε να δουλέψει ως μοδίστρα για πολλές ώρες και με χαμηλό μισθό. Η φιλοδοξία της όμως για ένα καλύτερο μέλλον την οδήγησε στο να γνωρίσει τον επόμενο σύζυγό της, τον Charles Lohman, ο οποίος εργαζόταν ως τυπογράφος για τη New York Herald και μετακόμισε μαζί του σε μια άλλη οδό. Εκεί γνώρισε τον William Evans που έμενε δίπλα τους, ο οποίος αν και δεν είχε πιστοποιημένες ιατρικές γνώσεις, έφτιαχνε διάφορα σκευάσματα όπως πούδρες, τονωτικά και χάπια βασισμένα σε παλιά φυτικά φάρμακα για να θεραπεύει διαφόρων ειδών ασθένειες. Τότε, η Ανν εμπνεύστηκε από εκείνον και με τη βοήθεια του άρχισε να δοκιμάζει να φτιάχνει τα δικά της φάρμακα, τα οποία βοηθούσαν σε ασθένειες του ήπατος, του στομάχου και των πνευμόνων κι έτσι κατάφερε να δημιουργήσει τη δικιά της μικρή επιχείρηση με μια σταθερή πελατεία.

Κάποια στιγμή, μια πελάτισσά της, της ζήτησε ένα φάρμακο για διακόψει μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Με αφορμή αυτό το γεγονός η Ανν έφτιαξε το πρώτο της φάρμακο που βοηθούσε στην αποβολή του εμβρύου κι έτσι έγινε γνωστή σε έναν κύκλο γυναικών. Μαζί με τον σύζυγό της αποφάσισαν να νοικιάσουν έναν χώρο σε μια πιο μοντέρνα περιοχή και ν’ αναβαθμίσουν την επιχείρησή τους, στην οποία πραγματοποιούσαν αμβλώσeις σε περιπτώσεις όπου το φάρμακο δεν είχε λειτουργήσει.

 

Hag of Misery' | Susan Faludi | The New York Review of Books

 

Να σημειωθεί ότι το 1827 είχε ψηφιστεί νόμος που καθιστούσε την άμβλwση έγκλημα που τιμωρείται με φυλάκιση ενός έτους και καταβολή προστίμου αξίας 100$, ποσό τεράστιο για την εποχή. Για να τιμωρηθεί όμως κάποιος, θα έπρεπε πρώτα να καταγγελθεί στις αρχές, κάτι που δε συνέβαινε κι έτσι οι αμβλώσeις γίνονταν κρυφά, υπό μυστικότητα και εχεμύθεια. Η Madame Restell, πραγματοποιούσε χειρουργικές αμβλώσeις στο πίσω μέρος του γραφείου της και χρέωνε με 100$ τις πλούσιες γυναίκες και 20$ τις πιο φτωχές. Στη συνέχεια προέτρεπε τις γυναίκες να επισκεφθούν τον τακτικό γιατρό τους μετά από τρεις ημέρες, με την πρόφαση ότι απέβαλαν κι έτσι θα ήταν ασφαλείς από τον νόμο.

Παρ’ ότι υπήρχαν κι άλλες γυναίκες που αναλάμβαναν να κάνουν αμβλώσeις, η Ανν ήταν η πιο διάσημη κι αξιόπιστη, με ουρές γυναικών να περιμένουν έξω από το γραφείο της, κάτι που προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις από ομάδες γιατρών, θρησκευτικών ηγετών και κοινωνικό πολιτικών μεταρρυθμιστών. Η κάθε μια από τις ομάδες αυτές είχε τα δικά της κίνητρα: οι μεν γιατροί δυσανασχετούσαν που μια γυναίκα χωρίς επαγγελματικές γνώσεις ιατρικής ασχολείται με αυτά τα θέματα, οι δε άλλοι θεωρούσαν ότι εγκληματεί κατά της ανθρωπότητας συμβάλλοντας στη μείωση του πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα είχε τη σύλληψή της στης 17 Αυγούστου του 1839, μόλις λίγους μήνες μετά τη δημοσιοποίηση της δράσης της στις εφημερίδες. Αν και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν, η Ανν δέχθηκε ένα μπαράζ επιθέσεων για δεκαετίες ολόκληρες, με διάφορους άνδρες να την κατηγορούν ψευδώς ότι έχει προκαλέσει τον θάνατο ασθενών της, αποκαλώντας την ως «η πιο μισητή γυναίκα στη Νέα Υόρκη», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής.

 

How Notorious Abortionist Madame Restell Built a Drug Empire | Science History Institute

 

Παρ’ όλες τις απειλές που δεχόταν, η Madame Restell συνέχισε το έργο της βοηθώντας πολλές γυναίκες που την είχαν ανάγκη. Οι επικριτές της όμως τα κατάφεραν και το 1847 την καταδίκασαν σε φυλάκιση για έναν χρόνο, με την κατηγορία της παράνομης άμβλwσης. Όταν εξέτισε την ποινή της, ασχολήθηκε ξανά με την επιχείρησή της με τον όρο να ασχολείται μόνο με την προμήθεια χαπιών. Μετά από ένα διάστημα, η δημόσια οργή καταλάγιασε κι η Αν κατάφερε να αποκομίσει τα κέρδη που ονειρευόταν και της επέφεραν κοινωνική καταξίωση. Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε τη δουλειά της και το 1867 άνοιξε ένα γραφείο μέσα στο σπίτι της, που βρισκόταν σε μια γειτονιά πλουσίων, οι οποίοι δεν καλοδέχτηκαν το γεγονός αυτό.

Δυστυχώς για τη Restell, το κίνημα κατά των αμβλώσεων απέκτησε έναν ακόμα θερμό υποστηρικτή, τον Άντονι Κόμστοκ, ο οποίος ήταν επιθεωρητής κι επικεφαλής για την καταστολή της βίας στις ΗΠΑ. Ο ίδιος έστησε παγίδα στη Restell παριστάνοντας τον πελάτη με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί πάλι η παράνομη δραστηριότητά της. Η Ανν δεν άντεχε να καταδικαστεί για δεύτερη φορά κι αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στη ζωή της την 1 Απριλίου του 1878, αφήνοντας το αποτύπωμά της σε έναν αγώνα που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα για το δικαίωμα των γυναικών στην ελευθερία να ορίζουν το σώμα τους. Στο δικαίωμά τους να μη στιγματίζονται από την κοινωνία ως μη ηθικές, κουβαλώντας το βάρος της ενοχής μέσα τους.

Πηγές: 1, 2

Πηγή φωτογραφίας: The NewYorker

Συντάκτης: Ειρήνη Φιλανδριανού
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου