Πιτζάμες. Όλη η απόλαυση σε ένα κομμάτι ύφασμα. Είναι η ανάγκη, η προσμονή, η λύτρωση. Μια δόση ελευθερίας που ασφυκτικά περιμένει όλη μέρα τη σειρά της στο πρόγραμμά μας. Και δεν έχει σημασία τι προσδιορίζει καθένας ως πιτζάμες. Μόνο η ιδέα αρκεί για να ανακουφίσει όλο μας το είναι και να μας χαλαρώσει όσο τίποτα.

Είναι εκείνοι που κλασικά για πιτζάμα φορούν ακόμα τα παιδικά σετ με πάσης φύσεως καρτούν πάνω. Αγόρασαν καινούρια, τάχα μου, για μεγάλους ή προτιμούν ακόμα εκείνα που τους έχουν ξεμείνει απ’ τα νεανικά τους χρόνια, κι ας έχει γίνει το μανίκι καλοκαιρινό και το μπατζάκι ψαράδικο. Φορούν ροζ, κίτρινο, πορτοκαλί, καφέ, μπλε και κάθε άλλο χρώμα. Τις θεωρούν βίντατζ κι αρνούνται να αλλάξουν γούστα και σίγουρα στιλ.

Είναι εκείνοι που την πιτζάμα την κρίνουν στην υφή. Θέλουν βαμβακερές, πετσετέ, χνουδωτές, πουπουλένιες –αν γινόταν– και κουκουλώνονται, χουζουρεύουν, χαϊδεύονται. Συνήθως τις συνοδεύουν με αντίστοιχα αφράτες κάλτσες και τις αποχωρίζονται αναγκαστικά μόλις καλοκαιριάσει ή στη χειρότερη περίπτωση ζουν ακόμη και τότε με το κλιματιστικό στο φουλ, προκειμένου να μη χρειαστεί να τις βγάλουν.

Είναι εκείνοι που διαλέγουν να ζουν κλασάτα. Βρίσκουν την απόλαυση στην ποιότητα του μεταξωτού και του σατέν. Τα γνωστά νεγκλιζέ, οι ρόμπες, τα νυχτικά με δαντελωτές λεπτομέρειες, τα αντρικά αριστοκρατικά μπορντό, καφέ, μπλε, γκρι σετ έχουν την τιμητική τους. Κάθε τους βράδυ είναι σαν μια νύχτα σε ακριβό ξενοδοχείο. Τους αρέσει να γλιστρούν μες στα υφάσματα, να δροσίζονται και να νιώθουν κομψοί ακόμα και στον ύπνο τους.

Είναι εκείνοι που από πιτζάμα ξέρουν μόνο τις φόρμες. Πάσης φύσεως φούτερ, αθλητικά μπλουζάκια, σορτς, κάλτσες, αμάνικες μπασκετικές φανέλες, ζακέτες με φερμουάρ και κουκούλα, μπουστάκια, κολάν κι άλλα τέτοια φαρδιά και βολικά ρούχα. Τα ψωνίζουν μάλλον, τάχα, γιατί θα πάνε γυμναστήριο, αλλά μιας και αυτό δε συμβαίνει τελικά ποτέ, τα αξιοποιούν για πιτζάμες. Μην πάνε κι άχρηστα.

Είναι εκείνοι που κάποτε τις πιτζάμες τις είχαν μια χαρά σεταρισμένες, αλλά κάτι προέκυψε στην πορεία και ξέμειναν με μοναχικά μπλουζάκια και παντελόνια. Λίγο κάτι μετακομίσεις, λίγο που σκιζόταν το ένα μέρος, αλλά λυπήθηκαν να πετάξουν και το άλλο, λίγο που κάποιο ξέβαψε, λίγο που κάποιο ξέμεινε στο σπίτι της μαμάς σε κάποια έκτακτη μπουγάδα, ένα αφημένο στο σπίτι πρώην, ένα που ζήλεψε κάποιος κολλητός, τελικά καταλήγουν να φορούν αταίριαστες πιτζάμες, αλλά ποιος νοιάζεται;

Είναι εκείνοι που το σέξι τους προσδιορίζει ανεξαρτήτως συντροφιάς, μέρας κι ώρας. Θέλουν μίνι φορεματάκια, σορτς με όσο ύφασμα ξέμεινε στο ραφείο, εσώρουχα διαλεχτά ένα κι ένα, κολλητά φανελάκια, ρόμπες τύπου μπουρνούζι που να αφήνουν ακάλυπτα πόδια και στέρνο, κυκλοφορούν πάντα περιποιημένοι με μαλλιά και δέρμα στην εντέλεια και μοιάζουν να είναι μονίμως έτοιμοι για όλα, άσχετα αν δεν προκύπτει κι ούτε πρόκειται να προκύψει τίποτα. Τους αρέσει να τους αρέσουν κι αυτό φτάνει και περισσεύει.

Είναι εκείνοι που για πιτζάμα ξέρουν μόνο τα εσώρουχα. Ανυπομονούν να φτάσουν σπίτι και να πετάξουν από πάνω τους όλα όσα περισσεύουν. Πνίγονται μες στις ραφές. Το σώμα τους βράζει. Αρκούν μόνο τα απαραίτητα μετά από ένα ανακουφιστικό μπάνιο. Θέλουν να τρυπώνουν στα σεντόνια και να νιώθουν την υφή στο σώμα τους δροσερή το καλοκαίρι και ζεστή το χειμώνα. Έτσι νιώθουν απελευθερωμένοι κι ας χρειάζεται να ζουν με κλειστά παραθυρόφυλλα και κουρτίνες προκειμένου να μπορούν να περιφέρονται έτσι στο σπίτι.

Η πιτζάμα δε χωρά κλισέ. Δεν υπακούει σε τύπους. Δεν υπολογίζει κριτική. Έχει κάτι επαναστατικό μέσα της, γιατί κάνει ό,τι της αρέσει, χωρίς ποτέ να πρέπει να απολογηθεί σε κανέναν. Κάνει το κέφι της και γι’ αυτό είναι και θα είναι πάντα ασύγκριτα απολαυστική.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη