«Ζούμε τις μικρές μας ιστορίες, στο κέντρο και τις συνοικίες. Όνειρα μεθυσμένα, σχέδια ματαιωμένα, τηλέφωνα απεγνωσμένα». Τι γίνεται όμως όταν αυτές οι ιστορίες, όπου κι αν λαμβάνουν χώρα, όποιον κι αν αφορούν, όσο κι αν κρατήσουν, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια «προσωπική οπτασία»; Έχουμε μερίδιο ευθύνης στο όνειρο που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε, χωρίς όμως την παραμικρή απόδειξη πως έχει κάποια -έστω κι ελάχιστη- βάση; Ή μήπως φταίει η άλλη πλευρά που δεν ανταποκρίθηκε στο δικό μας «θέλω»; Σου κάνει εντύπωση αυτή η διατύπωση; Κι όμως, πολλές φορές τα βάζουμε την άλλη πλευρά απλά και μόνο γιατί δεν ήταν αυτό που ονειρευτήκαμε εμείς.

«Σκέφτομαι πάλι ίσως δεν ήσουνα εσύ ό, τι ονειρεύτηκα. Όμως θυμάμαι μια νύχτα είδα τα μάτια της λύπης να μου χαμογελάνε». Δεν είναι λίγες οι φορές που μέσα στο δικό μας μυαλό δημιουργούμε μια κατάσταση που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ζωγραφίζουμε με τα χρώματα που εμείς επιθυμούμε έναν πίνακα. Το πραγματικό όμως τοπίο που αντικρίζουμε είναι εντελώς διαφορετικό. Σαν να βλέπουμε μέσα από ένα ζευγάρι ροζ γυαλιά τις καταστάσεις, που, όπως και να το κάνουμε, παραμορφώνει κι αλλοιώνει τις πραγματικές αποχρώσεις.

Βασίζουμε μια ολόκληρη ιστορία σε μια και μόνο λέξη, μια πράξη που μπορεί να έγινε ακούσια ή να μην είχε κανένα νόημα για την άλλη πλευρά ή να μην είχε την ίδια αξία με αυτήν που εμείς της αποδώσαμε κι απ’ αυτό αντλούμε ελπίδα για μια θετική εξέλιξη. Με την πλήρη άγνοια της άλλης πλευράς πολλές φορές. Μπορεί να μη μας δόθηκε ποτέ η παραμικρή ελπίδα για μια κατάσταση, εμείς όμως τη δημιουργήσαμε ή μπορεί και να παρερμηνεύσαμε κάποια πράγματα, λόγια και πράξεις και κρατηθήκαμε απ’ αυτά. Για ποιον λόγο; Γιατί απλούστατα αυτό θέλαμε.

Η θέληση λοιπόν παίζει πολύ μεγάλο ρόλο σε μια κατάσταση. Από που επιθυμείς σε κάνει να ονειρεύεσαι ένα happy end. Το ευτυχισμένο όμως τέλος δε σημαίνει πως θα επέλθει κιόλας. Μπορεί να έχει άλλη έκβαση η ιστορία και η ζωή να σού επιφυλάσσει κάτι διαφορετικό. Το εάν θα είναι καλύτερο ή εάν θα πρέπει να συμβιβαστείς είναι κάτι εντελώς προσωπικό σου όμως.

Δεν παίζει ρόλο εάν μιλάμε για μια ερωτική ιστορία, για μια φιλική, για επαγγελματική σχέση ή ακόμα και για μια προσωπική υπόθεση που δεν έχει να κάνει με κάποιο άλλο πρόσωπο. Στο δικό μας το μυαλό πλάθουμε την εξέλιξη όπως εμάς μας βολεύει και μας εξυπηρετεί. Δημιουργούμε στο μυαλό μας μια ολόκληρη πλοκή και δράση, φανταζόμαστε διαλόγους και πρόσωπα, πλάθουμε το σενάριο και την πορεία της ιστορίας και βασιζόμενοι σε αυτά αντιδρούμε αναλόγως. Χαιρόμαστε, ελπίζουμε, θυμώνουμε, στεναχωριόμαστε, την ίδια στη στιγμή που τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει γίνει ή δεν έχει έρθει ακόμη. Θυμίζει λίγο το γνωστό ανέκδοτο με τον γρύλο «δεν πας στον αγύριστο κι εσύ κι ο γρύλος σου». Κι αυτό αφήνει την άλλη πλευρά με μια έκφραση απορίας στο βλέμμα στην καλύτερη περίπτωση κι εμάς με μια απογοήτευση.

«Ίσως δεν ήμουνα κι εγώ ό, τι ονειρεύτηκες, έτσι κι αλλιώς όλα είναι προσωπικές οπτασίες.» Η άλλη πλευρά, όσο κι αν δε μας αρέσει, συνήθως φέρνει ένα ελάχιστο μερίδιο ευθύνης, ενώ κάποιες φορές δεν έχει και καθόλου ανάμειξη σε όλη αυτήν την ουτοπική κατάσταση που εμείς έχουμε δημιουργήσει. Άλλωστε ο καθένας μας είναι υπόλογος για τις δικές του πράξεις και λόγια. Το πώς θα τα μεταφράσει αυτά η άλλη πλευρά ούτε μας αφορά ούτε μας απασχολεί. Έχουμε κι εμείς τις δικές μας προσωπικές οπτασίες για να ανησυχούμε.

Η συμβουλή «κράτα μικρό καλάθι», όσο κλισέ κι αν ακούγεται, είναι πάντα μα πάντα σωστή. Προτού αφήσεις τη φαντασία σου να χτίσει μια ουτοπική πραγματικότητα που δε θα έχει ψήγμα αλήθειας μέσα της, δοκίμασε να πατήσεις ελαφρά το φρένο. Με κάθε νέο δεδομένο που λαμβάνεις ξεκίνα να δημιουργείς το οικοδόμημά σου. Ναι, μπορείς κάπου κάπου να βάζεις και κάποιο πετραδάκι που δε θα είναι ακριβώς έτσι όπως θα έπρεπε, απλώς εσύ το ωραιοποίησες, αλλά και πάλι, μιλάμε για κάτι πολύ μικρό που δε θα αφήσει τα πάντα συντρίμμια και κομμάτια εάν κάτι δεν πάει καλά.

«Το νιώθω πως σε χάνω. Γλυκιά μου αγάπη καληνύχτα.» Μπορείς όμως να χάσεις κάτι που ποτέ δεν είχες; Ιδού η απορία.

 

Συντάκτης: Ελίνα Μυζίθρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου