Μελοποιημένος «Ερωτόκριτος» σημαίνει «Ψαρονίκος».

Ο «Ερωτόκριτος», το έμμετρο μυθιστόρημα που έγραψε ο Βιτσέντζος Κορνάρος το 17ο αιώνα αναφέρεται στον έρωτα δύο νέων, του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας και αποτελεί ένα από τα στολίδια της Κρητικής λογοτεχνίας. Στους 10052 στίχους του που χαρακτηρίζονται από ομοιοκαταληξία δεν υπάρχει ούτε μια ξενική λέξη. Για την ακρίβεια, είναι καθαρά η διάλεκτος που μιλούσαν στο νησί εκείνη την εποχή, και συγκεκριμένα η διάλεκτος της Σητείας. Στο άκουσμα των στίχων, οι Κρήτες νιώθουν ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα τους κι η καρδιά τους χτυπά σαν τρελή από περηφάνια και συγκίνηση.

Στην ιστορία των δύο νέων από την αρχαία Αθήνα αναφέρεται πως η κόρη του βασιλιά της πόλης, Ηρακλή, κι ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά ερωτεύονται. Λόγω της διαφορετικής καταγωγής τους, ο Ερωτόκριτος δεν μπορεί να εκδηλώσει τον έρωτά του, οπότε τα βράδια πηγαίνει κάτω από το παράθυρο της Αρετούσας και της αφιερώνει μαντινάδες. Η κοπέλα ερωτεύεται τον τραγουδιστή χωρίς να γνωρίζει την πραγματική του ταυτότητα. Όταν ο βασιλιάς μαθαίνει για τον κρυφό «ταραχοποιό», βάζει τους στρατιώτες του να τον πιάσουν, ο νέος όμως γλυτώνει από την ενέδρα και φεύγει μακριά. Λίγο αργότερα η Αρετούσα μαθαίνει την πραγματική ταυτότητα του έρωτά της κι όταν ο Ερωτόκριτος επιστρέφει στην Αθήνα του στέλνει δώρο ένα καλάθι με μήλα ως ένδειξη πως ανταποκρίνεται στα αισθήματά του.

Το ζευγάρι συναντιέται στα κρυφά, κάτι που ο ίδιος ο βασιλιάς, μόλις το μαθαίνει, αποδοκιμάζει έντονα και μάλιστα φτάνει στο σημείο να εξορίσει τον Ερωτόκριτο και να παντρολογήσει την Αρετούσα με άλλα πριγκιπόπουλα, κάτι που η κοπέλα απορρίπτει. Λίγο πριν φύγει ο Ερωτόκριτος, οι δύο νέοι αρραβωνιάζονται κρυφά. Τρία ολόκληρα χρόνια έλειπε ο Ερωτόκριτος από την Αθήνα. Σε μια μάχη εμφανίζεται ξανά, με άλλη μορφή χάρη σε μαγεία και σώζει τη ζωή του βασιλιά. Εκείνος για να τον ευχαριστήσει που του έσωσε τη ζωή, του δίνει ως αντάλλαγμα το χέρι της κόρης του. Εκείνη με τη σειρά της, πιστή στον έρωτα της και στον όρκο που έδωσε στον Ερωτόκριτο, κι αφού δεν τον αναγνώρισε, αρνείται για ακόμα μια φορά το προξενιό. Τότε ο νεαρός, αφού έχει επιβεβαιώσει την πίστη της, λύνει τα μάγια και ξαναπαίρνει την κανονική του μορφή. Μπροστά στο μεγαλείο του έρωτά τους, ο Ηρακλής δέχεται με χαρά το γάμο και τα δύο παιδιά ζουν ευτυχισμένα μαζί.

Τα παλιά τα χρόνια, τότε που το σχολείο ήταν πολυτέλεια κι ελάχιστοι είχαν την τύχη να πάνε έστω και στην Α’ Δημοτικού, στη λεβεντογέννα, δεν υπήρχε κανείς που να μην ξέρει τους στίχους του «Ερωτόκριτου». Οι μανάδες νανούριζαν τα παιδιά τους με τα ερωτόλογα που ψιθύριζε ο ήρωας στην αγαπημένη του, οι έφηβες καρδιοχτυπούσαν όταν ο βασιλιάς εξόριζε το νεαρό μακριά από την Αθήνα, ενώ τα παλικάρια, μιμούμενοι τον ίδιο τον Ερωτόκριτο, σκαρφιζόντουσαν κι εκείνοι με τη σειρά τους μαντινάδες που αφιέρωναν στις εκλεκτές της καρδιάς τους. Οι παλιοί Κρήτες, ακόμα και σήμερα περηφανεύονται πως θυμούνται όλους τους στίχους και πολύ συχνά θα τους ακούσεις να τους σιγοψιθυρίζουν.

Ολόκληρο το έργο μελοποιήθηκε από τον Χριστόδουλο Χάλαρη, σε ρυθμό αργού πεντοζάλη, του παραδοσιακού χορού της Κρήτης. Η μελοποίηση του ποιήματος αποτελούσε όνειρο του Νίκου Ξυλούρη, του Ψαρονίκου, όπως είναι γνωστός στο νησί. Ήταν κι ο ίδιος που συνέδεσε το όνομά του και την ίδια του τη φωνή με τα τραγούδια που πλέον γνωρίζουμε όλοι κι έγιναν ευρέως γνωστά. «Άκουσες Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα. Ο κύρης σου μ’ εξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα», τραγουδούσε ο πρίγκιπας της Κρήτης και δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο.

Στα χρόνια που πέρασαν και κυρίως μετά το θάνατο του Ξυλούρη, πολλοί τραγουδιστές τόλμησαν να αναμετρηθούν με το θηρίο και να δοκιμάσουν να απαγγείλουν το μελοποιημένο ποίημα. «Πάλεψαν» σαν παλικάρια, αλλά στα αφτιά των Κρητικών, μόνο ο Ψαρονίκος μπόρεσε να αποδώσει το συναίσθημα, την ψυχή και το πνεύμα του Ερωτόκριτου. Άνιση μάχη είναι η αλήθεια, αλλά η προσπάθεια είναι που μετράει.

Όπως κι αν έχει όμως, ένα υπέροχο ποίημα που δείχνει το μεγαλείο του αγνού έρωτα δύο παιδιών από διαφορετικές τάξεις, μια φωνή – σήμα κατατεθέν για ένα ολόκληρο νησί και μια ψυχή λεβεντογέννα συνθέτουν ένα αριστούργημα που όλοι μας πρέπει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας να ακούσουμε ακέραιο.

Συντάκτης: Ελίνα Μυζίθρα
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.