Ήρθε, λοιπόν, η στιγμή που η νεράιδα ή ο πρίγκιπάς σου –συγγνώμη, το αμόρε σου– σου ζήτησε να συγκατοικήσετε. Κι ίσως αυτή να ‘ναι μία στιγμή που να την ονειρευόσουν καιρό, που να ‘χε παίξει σαν ενδεχόμενο ή και σαν επιθυμία στο μυαλό σου. Κι ίσως να αισθάνεσαι, παράλληλα, ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ό,τι καλύτερο έχεις γνωρίσει και πως έχει τα περισσότερα θετικά στοιχεία που έχεις δει σε κάποιον. Και σίγουρα τον αγαπάς, και νιώθεις ταυτόχρονα πως σ’ αγαπά.

Κι όμως, κάτι σε κρατάει πίσω. Κάτι σε φοβίζει. Κι όσο το ταίρι σου επιμένει να συγκατοικήσετε, άλλο τόσο απομακρύνεσαι απ’ την ιδέα και τόσο επιφυλακτικά το αντιμετωπίζεις. Γιατί, αλήθεια;

Πολλές φορές –για να μη γίνουμε απόλυτοι, αν πούμε πάντα– όταν βρισκόμαστε σε μία σχέση, εθελοτυφλούμε. Και παρόλο που νομίζουμε ότι μπορούμε να δούμε αντικειμενικά τα πράγματα και πως τίποτα δε μας ξεφεύγει, δεν είναι έτσι, και κάπου κρυφά μέσα μας το ξέρουμε. Απ’ τη μόνη, εξάλλου, που δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς είναι απ’ τη διαίσθησή του. Αυτή ξέρει! Κι εσύ ξέρεις. Αλλά έχεις απορροφηθεί τόσο απ’ τη λαχτάρα σου να το να ζήσεις, απ’ την επιθυμία σου να βιώσεις λίγο το παραμύθι και να πιστέψεις πως έχεις βρει ό,τι καλύτερο, που δεν αφήνεις καμία εσωτερική φωνή να σε προειδοποιήσει, κι ιδανικά να σε ξυπνήσει.

Κι όμως, όσο κι αν επιμένεις να πατάς σίγαση στο ένστικτό του, αυτό επιμένει, κι είναι το ίδιο που δε σ’ αφήνει να προχωρήσεις στο επόμενο βήμα. Γιατί υπάρχουν πολλά μικρά κομματάκια –από συμπεριφορές κι αντιδράσεις– που το μέσα σου τα επεξεργάζεται, τα παίρνει, συμπληρώνει το παζλ της σχέσης και βγάζει συμπεράσματα. Κι αν τα πορίσματα αυτά δε μοιάζουν σ’ αυτά που προσδοκούσες, εσύ δε θέλεις να τα δεις. Ξαπλώνεις στο ροζ, αφράτο, συννεφάκι σου, παρέα με την πιο όμορφη συντροφιά του κόσμου, κι απολαμβάνεις την πιο τέλεια σχέση. Καλώς, αν όμως είναι τόσο όμορφη η συντροφιά αυτή και τόσο τέλειο το «μαζί», γιατί δε θέλεις να μοιραστείς μαζί της τον ίδιο χώρο;

Ψάξε μέσα σου και θα βρεις την απάντηση. Τις περισσότερες φορές, αντιμετωπίζεις έναν άνθρωπο διστακτικά και καθυστερείς την απόφασή σου για κάτι πιο επίσημο, δειλιάζεις να κάνεις το επόμενο βήμα, γιατί κατά βάθος έχεις δει πράγματα που δε σ’ αρέσουν κι αρνείσαι να τα παραδεχτείς. Έχεις ενδείξεις που σε κάνουν να φοβάσαι ότι αυτή η σχέση θα τελειώσει. Ή ξέρεις πως τα δικά σου αισθήματα δεν είναι αληθινά, πως βολεύεσαι από συνήθεια ή μένεις από ανασφάλεια. Αναπτύσσεις τότε, από άμυνα, μια αλλεργία απέναντι σε κάθε είδους λίγο πιο σοβαρή δέσμευση. Είτε αυτή ονομάζεται συγκατοίκηση, είτε αρραβώνας, είτε και γάμος. Γιατί τότε, όταν καλείσαι να κάνεις μια τόσο σημαντική επιλογή που αφορά το μέλλον σου, ρίχνεις τις μάσκες και βλέπεις καθαρά.

Δεν είναι κανείς επιφυλακτικός κι αρνητικός χωρίς να υπάρχει λόγος. Πάντα υπάρχει κάποιος λόγος. Δε θα στον πει κανείς. Θα ψάξεις μέσα σου και θα το βρεις. Μπορεί να αισθάνεσαι ότι ο σύντροφός σου είναι με το ένα πόδι στη σχέση και με το άλλο εκτός, μπορεί να ‘σαι εσύ σ’ αυτή τη φάση.  Μπορεί το ταίρι σου να ‘ναι νευρικό ή να ζηλεύει και να πιστεύεις ότι δεν μπορείς να το αντέξεις, όσο κι αν τώρα το ανέχεσαι. Μπορεί να φταίει το γεγονός ότι έχεις υποψίες ότι κοιτά κι αλλού. Μπορεί να μην τον αγαπάς και τόσο, μπορεί χίλια δύο άλλα πράγματα. Όλα, όμως, έχουν έναν κοινό παρανομαστή: Νιώθεις ότι αυτή η σχέση έχει ημερομηνία λήξης. Κι ας μην το παραδέχεσαι ανοιχτά στον εαυτό σου. Και ας λες ότι μ’ αυτόν τον άνθρωπο θα αγγίξεις το «για πάντα».

«Δεν ξέρω γιατί δε θέλω να συγκατοικήσω μαζί του, γιατί με τρομάζει τόσο αυτή η σκέψη, αφού είναι ο έρωτας της ζωής μου». Κι όμως, δεν είναι και το ξέρεις.

Αν φυσήξεις και καθαρίσεις την ατμόσφαιρα απ’ τη χρυσόσκονη που την είχες πασπαλίσει, θα δεις καθαρά!

Συντάκτης: Βάγια-Γιούλη Κιτσικούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη