«Για πάντα μαζί». Ψέμα.

Το για πάντα στην ίδια πρόταση με το μαζί, δεν υφίσταται. Λυπάμαι αν σας στεναχωρώ, αν χαλάω τη φαντασίωση κάποιων, αλλά έτσι είναι.

Απαξιώ ακόμη και να μιλήσω για το «για πάντα» σε ένα ζευγάρι. Οι φιλίες όμως και μάλιστα οι σχολικές λένε ότι κρατάνε. Ναι κρατάνε πολύ. Όχι για πάντα.

Ξυπνάς ένα πρωί, όχι πια από το ξυπνητήρι που σημαίνει επτά για να πας σχολείο, αλλά από το κινητό σου που χτυπάει για να πας για καφέ με κάτι άγνωστα παιδιά από τη σχολή, ώρα δώδεκα. Και ψάχνεις, ψάχνεις στις εισερχόμενες και δεν υπάρχει ούτε μια κλήση από την σχολική κολλητή.

Το πιο πιθανό είναι να κοιμάται ακόμη γιατί ξενύχτησε χθες, με μία παρέα που εσύ δεν συμπαθείς από τη σχολή της. Το ακόμη πιο πιθανό είναι να είναι ήδη για καφέ και αυτή, με την ίδια παρέα που δεν συμπαθείς και ψάχνοντας και αυτή στις δικές της εισερχόμενες να μην βρήκε ούτε μια δική σου και να βαρέθηκε να σε πάρει.

Άλλωστε δεν έχετε πια τι να πείτε και δεν συμπαθεί ούτε αυτή τη δική σου καινούρια παρέα. Ούτε τον καινούριο σου γκόμενο.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά του σπιτιού για να φύγεις σκέφτεσαι: Το να χάνεσαι επειδή πέρασες σε διαφορετική πόλη το καταλαβαίνω, άλλωστε μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται, λένε. Το να χάνεσαι ενώ πέρασες στην ίδια πόλη δεν το καταλαβαίνω αλλά το δέχομαι. Μάλλον είναι επειδή χάνεται πια κάθε παιδική αφέλεια, κάθε αθωότητα και επειδή είσαι πια φοιτητής και μάγκεψες, βάζεις τις προτεραιότητές σου.

Στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται η φίλη σου από το σχολείο. Μην νομίζεις ότι δεν πονάει. Αν πονάει λέει…

Σα να σε κόβουν στα δύο είναι, σα να χάνεις την ισορροπία σου, σα να είχες μία ζωή δύο πόδια και ξαφνικά να έμεινες με ένα. Μαζί με αυτή χάνεις και το θρανίο σου και τα αστεία που μόνο οι δυο σας καταλαβαίνατε, εκείνον τον εφηβικό έρωτα και τα χιλιοζωγραφισμένα σου all star.

Έχεις φτάσει στο τελευταίο σκαλί και ξαφνικά, γλιστράς. Και εκεί συνειδητοποιείς πως το χειρότερο είναι ότι αδιαφορείς πλήρως που τα έχασες όλα αυτά.

Το μόνο που σε πονάει είναι εκείνη. Φτάνεις στον καφέ. «Πού είναι η κολλητή σου ρε καιρό έχουμε να τη δούμε;» θα σε ρωτήσουν τα παιδιά από τη σχολή που έχουν ακούσει γι’ αυτήν τόσα αλλά την έχουν δει πάνω κάτω πέντε φορές.

«Χαθήκαμε» θα πεις και θα προσθέσεις ένα θλιμμένο χαμόγελο για να κοπεί εκεί η κουβέντα. Θα συζητήσεις για κάτι άσχετο για να ξεχαστείς, θα πιείς καφέ και θα γυρίσεις σπίτι.

«Δε γουστάρω να το συζητήσω» θα πεις στη μάνα σου που θα σε ρωτήσει μόλις μπεις. «Μα καλά βρε παιδί μου, κόβονται έτσι φιλίες τόσων χρόνων;»

Απάντα τώρα, όχι σε προκαλώ, απάντα να δω τι θα πεις στη μάνα σου που σου κάνει μια τόσο απλή ερώτηση. Και στον εαυτό σου να δω ρε μαλάκα τι θα πεις για να δικαιολογήσεις ότι άφησες να γίνετε σαν αυτές που κοροϊδεύατε.

Που το «για πάντα» που τόσο εννοούσατε κάθε φορά που το λέγατε και το λέγατε συχνά, το ξεπουλήσατε έτσι εύκολα με μία τυχαία αφορμή και πολλή ηλιθιότητα στο κεφάλι; Ναι οκ, γίνατε φοιτήτριες, και;

Ξαφνικά σταματήσατε να είστε φίλες; Ή μήπως σταμάτησες να νοιάζεσαι; Έχετε να μιλήσετε τόσο καιρό και ο τελευταίος λόγος που μιλήσατε ήταν το ατύχημα ενός κοινού σας φίλου. Μόνο εξ’ ατυχήματος θα μιλάτε πια;

Τόσο υποκριτές; Και καλά δε θυμάστε όλες τις μέρες στο σχολείο; Και καλά δεν θυμάστε την απογοήτευση όταν μία από τις δύο έλειπε και η άλλη ήταν μόνη της στο μάθημα; Επιλέξατε να είστε μόνες σας από εδώ και μπρος, γιατί;

Γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν. Έστω ναι, αλλάζουν. Και έστω ναι, χαθήκατε. Τουλάχιστον να αγαπιέστε.

Και ναι ρε γαμώτο. Εδώ μπορεί να υπάρξει το για πάντα, έστω και από μακριά.

Αφιερωμένο.

Συντάκτης: Θαλασσινή Βοσταντζόγλου