Είμαστε στη χρονιά πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ωραίες εποχές, με το χρήμα να ρέει άφθονο -για τους άλλους δηλαδή γιατί για ‘μας ίσχυε το ό,τι δίνουν οι γονείς- και το ίντερνετ στα σπάργανα. Ποιο facebook; Ποιο Instagram; Δεν είχαμε τότε τέτοιες πολυτέλειες. Εμείς ακόμα αγοράζαμε καρτούλες για σερφάρισμα κι αυτό όσο μας έβγαινε απ’ το χαρτζιλίκι, γιατί ήμασταν και Λυκειόπαιδα. Τότε, το καλύτερο κινητό ήταν εκείνο με την έγχρωμη οθόνη που τράβαγε και φωτογραφίες. Δε θυμάμαι μοντέλο, αλλά θυμάμαι ότι το είχα, γιατί η αδερφή μου -μεγαλύτερη και τρελή γκατζετάκιας- άλλαζε τα κινητά σαν τα μπλουζάκια της κι εγώ φυσικά το εκμεταλλευόμουν.

Όλα αυτά όμως τ’ αναφέρω για κάποιο λόγο κι όχι να αρχίσουμε να κλαίμε όσοι είμαστε ολίγον τι πιο ώριμοι. Σας τα λέω για να ξεχάσετε για λίγο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να ξεχάσετε το ίντερνετ και να επιστρέψουμε στον παλιό, παραδοσιακό τρόπο του Greek καμάκι. Η φάση τότε ήταν λίγο πιο μοντέρνα από το «Με λένε Αλέξη, σε λένε Σοφία. Κρατώ μια κιθάρα, κρατάς μια καρδιά». Αγόρι γουστάρει κορίτσι, κορίτσι γουστάρει αγόρι, αγόρι ζητά κινητό και κανονίζουν συνάντηση. That’s it folks, δε χρειαζόταν τίποτα παραπάνω. Το λες και old time classic.

Φτάνει το καλοκαιράκι, έχουν τελειώσει οι εξετάσεις, στα 15-16 εγώ, ψόφαγα για φλερτ, ήλιο και θάλασσα. Γενικά με την παρέα τη βγάζαμε με καφεδάκι-μπανάκι-αραλίκι σε καφετέριες της παραλιακής και τέτοια. Σε μία από αυτές, λοιπόν, ήταν σερβιτόρος ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά. Θα τον λέμε Χ για να μην καρφωθούμε, είμαστε και -ας πούμε- μεγάλοι άνθρωποι πια.

Ο Χ χαμογελαστός, όμορφος, μελαχρινός κι εγώ τον ζαχαρώνω από μακριά. Πάω στοίχημα πως μόνο διακριτική δεν ήμουν -και πώς να είμαι μάνα μου; Εφηβεία πέρναγα- οπότε ο Χ την ψυλλιάστηκε τη δουλειά κι έκανε κίνηση. Ένα βράδυ, λοιπόν, όπως τα μαζεύουμε και πάμε να την κάνουμε με τα υπόλοιπα κορίτσια του crew, μου λέει «Περίμενε λίγο». Μάρμαρο εγώ, γίνομαι κόκκινη σαν παντζάρι και προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να χαλαρώσει και να το παίξει άνετη.

Πράγματι, τα ψιλοκαταφέρνω και δεν αρχίζω τα χάχανα –είπαμε εφηβεία, παιδιά. Ο Χ σε δύο λεπτά, που μου φάνηκαν αιώνας, έρχεται και μου δίνει ένα χαρτάκι με το κινητό του. Μου χαμογελάει πλατιά -λιώνω εγώ σαν παγωτό στον καύσωνα- και μου λέει «Στείλε μου μήνυμα αν θες να βρεθούμε». Χαμογελάω κι εγώ, παίρνω το χαρτάκι και προχωράω προς την έξοδο προσπαθώντας να διατηρήσω τη ψυχραιμία μου και να μην αρχίσω πανηγυρισμούς. Λέω στις άλλες τι παίχτηκε με το που βγαίνουμε από το μαγαζί και πανηγυρίζουμε όλες, λες και θα καθόταν σε όλες το γκομενάκι, αλλά δε βαριέσαι. Περνούσαμε τη φάση του girl-power κι η επιτυχία της μίας ήταν επιτυχία για όλες.

Για να το παίξω δύσκολη -αυτό με μάρανε- δεν έστειλα αμέσως μήνυμα αλλά περίμενα στωικά μέχρι το επόμενο απόγευμα. Του στέλνω, λοιπόν, πιάνουμε λίγο την κουβέντα, χαίρομαι που γράφει κι ορθογραφημένα -την είχα την πετριά ανέκαθεν- και κανονίζουμε να βρεθούμε την επομένη το πρωί γιατί τ’ απόγευμα δούλευε. Όντως έρχεται να με πάρει με το μηχανάκι του και πάμε σε μια παραλία, κάπου λίγο απόμερα κι αράζουμε. Τα λέμε λίγο κι έπειτα κάνει κίνηση και με φιλάει.

Για τα 16 μου χρόνια, αυτό ήταν ένα από τα πιο ωραία φιλιά που είχα ποτέ λάβει. Μπορεί να έφταιγε η απειρία μου, μπορεί κι ότι γούσταρα πολύ. Πάντως, συνήλθα από αυτά τα φιλιά δυο-τρεις μέρες μετά. Όλος ο κόσμος γέμισε καρδούλες κι έρωτα, αδέρφια. Ερωτοχτυπημένο σχολιαρόπαιδο που ζει στην καρακοσμάρα του. Κράτησε αυτό μία-δύο βδομάδες κι έπειτα πήγα διακοπές με τους δικούς μου. Ανταλλάξαμε μερικά «μου λείπεις» και «θέλω να σε δω», είπαμε πως θα βρεθούμε αλλά τελικά δεν ξαναβρεθήκαμε.

Επέστρεψα Αθήνα, στο μεταξύ είχα αλλάξει αριθμό και είχα χάσει τον δικό του, γιατί μου έκλεψαν τη συσκευή –εμ, ήθελα και προχώ κινητό 16 χρόνων νιάνιαρο. Πέρασα πάλι από το μαγαζί που δούλευε αλλά δε βρήκα τα κότσια να του μιλήσω, γιατί μόλις με είδε έκανε ότι δε με ξέρει. Ίσως να πίστεψε πως έφαγε το πρώτο του ghosting, ίσως απλά να βαρέθηκε και να του το έκανα πιο εύκολο. Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα τι ακριβώς παίχτηκε. Ξέρω, όμως, ότι έκανε εκείνο το καλοκαίρι μου λίγο πιο ενδιαφέρον και τον ευχαριστώ γι’ αυτό.

ΥΓ1: Είχαμε, προφανώς, μια διαφορά ηλικίας, αλλά αποπλάνηση ανηλίκου δεν το λες γιατί το πράγμα δεν προχώρησε περεταίρω. Επίσης, είχε τη συγκατάθεσή μου και των φίλων μου (τι; δεν πιάνει;).

ΥΓ2: Αν είχαμε τότε social networks, θα μπορούσα να δώσω τις εξηγήσεις μου ή να φάω χύμα τη χυλόπιτά μου, αλλά δε σας κρύβω ότι γουστάρω έτσι όπως εξελίχθηκε το μικρό κι εφηβικό μου summer love.

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Εφρεμίδη