Είχα μια αρχή στις σχέσεις μου: να πέφτω με τα μούτρα. Αν στο τέλος κατάφερνα να τα στραπατσάρω, θα το έκανα με όλη μου τη δύναμη και θα περηφανευόμουν για κάθε σημάδι και αμυχή. Γιατί -πώς να το κάνουμε;- αν δεν είναι λιγάκι τρελό, λιγάκι επικίνδυνο, δεν είναι αληθινό! Με τα χρόνια, άκουγα ολοένα και συχνότερα το «κράτα και μία πισινή», πότε ως συμβουλή και πότε με την αίσθηση της «επιβολής» και της «νουθεσίας» διάχυτη σε κάθε συλλαβή. Δε θα κρυφτώ, ήταν μια καλή συμβουλή, απλώς όχι για μένα.

Προσπαθώντας να καταλάβω γιατί αυτή η προτροπή κέρδιζε όλο και περισσότερους συμμάχους διαπίστωσα πως η συνταγή της είχε κάτι το αξιοπερίεργο. Αν ήταν άνθρωπος θα έμοιαζε με κάποιον πολύ λογικό και σοβαροφανή που κρατά έναν χαρτοφύλακα και μιλά με ύφος αυθεντίας. Θα φόραγε γυαλιά και θα τα έστρωνε στην μύτη του, κοιτώντας σε μέσα στα μάτια, πείθοντάς σε για το αδιαμφισβήτητο των λεγόμενών του. Έπειτα, όταν θα έφευγε από μπροστά σου, έχοντας πλέον επιτύχει τον σκοπό του, θα άρχιζε να τρέμει από φόβο κι ανησυχία. Μέσα του θα ήξερε πως όλη αυτή η άκαμπτη και σθεναρή του στάση ήταν μονάχα ένα παραπέτασμα για την ανασφάλειά του, για την ίδια του την έλλειψη εμπιστοσύνης, όμως αφού μοιάζει λογικό και πείθει και τους άλλους, τότε είναι λογικό και ευσταθεί. Έτσι δεν είναι;

Μπορεί και να είναι σε κάποιες περιπτώσεις. Μπορεί και να δρα ως ένστικτο, να λειτουργεί ως «μαξιλαράκι» για όταν πέσεις, δεν το αρνούμαι. Απ’ την άλλη όμως, μήτε και το ενστερνίζομαι, μήτε και το επικροτώ. Στα δικά μου μάτια αυτές οι «πισινές» που θέλουμε να κρατήσουμε είναι απλώς μια καλοβαλμένη δικαιολογία για να μην εκτεθούμε, να μη ρισκάρουμε, να μην επενδύσουμε, να μη βγούμε από τη γνώριμη και ασφαλή μας περιοχή. Είναι ίσως η πιο καλά μασκαρεμένη φράση για τον φόβο της δέσμευσης και τις ανασφάλειές μας. Και είναι τόσο ευσταθής και αρραγής αν την προσεγγίσει κανείς λογικά που δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να την αναλύσουμε και να δούμε τι υποβόσκει αυτής.

 

 

Πριν με κατηγορήσετε για αθεράπευτα ρομαντικό άτομο, να σας πω ότι στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν πολλοί ψυχοθεραπευτές. Το να «κρατάει πισινές» κάποιος πρακτικά σημαίνει ότι αποστασιοποιείται συναισθηματικά. Παρ’ ότι βρίσκεται εκεί, δεν αφήνει τον εαυτό του να αισθανθεί όλο το εύρος των συναισθημάτων. Είναι σαν να πηγαίνεις στο λούνα παρκ, να αγοράζεις εισιτήριο και να ανεβαίνεις στο τρενάκι αλλά να μην αφήνεσαι να απολαύσεις τη διαδρομή, να νιώσεις την ορμή και την ταχύτητα. Η ψυχολόγος Dr. Perpetua Neo μοιράζεται μια παρόμοια αναλογία: «Όταν ο σύντροφός σας είναι συναισθηματικά αποστασιοποιημένος, αισθάνεστε σαν να κωπηλατείτε μόνοι σας σε μια βάρκα που απαιτεί δύο άτομα να δουλέψουν σε αυτή». Αυτό δε μοιάζει και τόσο ωραίο τελικά, ε;

Έχουμε ένα μέλος της σχέσης που αποφεύγει να κάνει τη «δύσκολη» δουλειά κι ένα άλλο που καλείται να «δουλέψει» διπλά για να επιβιώσει η σχέση. Προφανώς και δεν πρόκειται για βιώσιμη λύση. Κάτι τέτοιο οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγχυση ή σε ένα έντονο αίσθημα δυσαρέσκειας, το οποίο με τον χρόνο συσσωρεύεται. Η σχέση μοιάζει λειτουργική αλλά στην ουσία δεν είναι. Της λείπουν πολύ σημαντικά συστατικά: η αμοιβαιότητα κι η εμπιστοσύνη κι αυτό δεν μπορεί παρά να φέρει χωρισμό.

Θα ήταν πολύ εύκολο να πούμε σε κάποιον τι να κάνει ή τι να μην κάνει για να αποφύγει το κακό σενάριο, για να γλιτώσει τον πόνο, αλλά -δεν ξέρω για σας- εγώ κουράστηκα να ακούω συμβουλές κι έτσι λέω να σταματήσω να τις δίνω. Ας κάνει καθένας ό,τι νομίζει αλλά να έχει επίγνωση του αντίκτυπου που οι πράξεις του έχουν στους άλλους. Ας έχει καθένας μας την τόλμη να αντιληφθεί και να αποδεχτεί σε μια τέτοια περίπτωση ότι ο λόγος που χώρισε δεν ήταν γιατί ήταν προδιαγεγραμμένο από τη μοίρα και το κακό ριζικό ή αυτό το χιλιοειπωμένο bad timing αλλά γιατί εξαρχής δεν προσπάθησε όσο έπρεπε και όσο του αναλογούσε. Αντ’ αυτού άνοιξε τη βαλίτσα που όλοι σέρνουμε με το παρελθόν και τα τραύματά μας και άφησε να περάσει η ανασφάλεια και ο φόβος. Πώς λοιπόν θα πάνε όλα κατ’ ευχήν;

Θέλω να πω, αν βάζουμε μόνοι μας το μικρόβιο πώς γίνεται να περιμένουμε να μην εξαπλωθεί ο ιός, να μην αρρωστήσει η σχέση; Αν επιλέγεις να «κρατήσεις πισινές» πώς μπορείς στ’ αλήθεια να πιστεύεις πως δε θα καταλήξεις να τις χρειαστείς εν τέλει; Πριν καιρό άκουσα κάποιον να λέει «ευτυχώς που κρατούσα πισινές» και γέλασα. Γαϊδουριά μου, δε λέω, όμως ήταν τόσο παράλογο που ήθελε με τέτοια ζέση να αυτόεπιβεβαιωθεί για την δική του προκατάληψη. Έτσι όπως το βλέπω, μπήκε σε μια σχέση πλήρως φοβισμένος κι ανασφαλής –ένας θεός ξέρει γιατί– ώστε να αποδείξει στον εαυτό του ότι καλά έκανε και φοβόταν. Ελάτε τώρα, αν δεν ήταν αστείο θα ήταν τραγικό.

Λοιπόν, δεν είμαστε παιδάκια. Αν ήμασταν, η αθωότητά μας δε θα μας επέτρεπε να κρατήσουμε «πισινές». Είμαστε ενήλικες οπότε ας κάνει καθένας μας ό,τι καταλαβαίνει, μην περιμένετε όμως κανένα λοβ στορυ κρατώντας «πισινές».

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.