Σάββατο απόγευμα κι ενώ θα ευχόσουν να έκανες τα μποτέ σου για να βγεις αργότερα ν’ αλητέψεις με την παρέα ή να έστω κανονίζεις με τα κολλητάρια να δείτε καμιά ταινία, πρέπει ν’ αρχίσεις να ετοιμάζεσαι κι εσύ και το σπλάχνο σου για εκείνο το παιδικό πάρτι για το οποίο σου πήρε τ’ αφτιά και σου δήλωσε πως θα πάει οπωσδήποτε, ο κόσμος να χαλάσει.

Μόνο του αποκλείεται να παρευρεθεί, οπότε ξέρεις πως δεν έχεις άλλη επιλογή απ’ το να το συνοδεύσεις, αφού για ‘σένα αυτό το μικρό πλάσμα –που το βλέπεις ότι θα εξελιχθεί σ’ έναν πολύ απαιτητικό έφηβο– είναι ό,τι πολυτιμότερο έχεις σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ο άνθρωπος, τώρα, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία αυτού του μικρού πλάσματος θεωρεί πως δεν υπάρχει λόγος να πάτε κι οι δύο -κι έχει απόλυτο δίκιο, εδώ που τα λέμε.

Η ώρα πλησιάζει, φοράς την άνετη ενδυμασία σου, γιατί σε περιμένει τρέξιμο (όχι, δεν πας γυμναστήριο να κάψεις θερμίδες, αλλά μοιάζει πολύ μ’ αυτό και θα το διαπιστώσεις σε λίγο), μαζεύεις συμπράγκαλα, δώρα και δυνάμεις, και ξεκινάτε. Μέχρι να ‘ρθει η ώρα να μπείτε στο σπίτι που γιορτάζει, σε ‘χει ζαλίσει με ερωτήσεις για το συμβάν που πρόκειται ν’ ακολουθήσει, λες κι εσύ είσαι σε παιδικά πάρτι καθημερινά κι ολημερίς, γιατί ολονυχτίς απαγορεύεται εκ της διευθύνσεως!

Παίρνεις μια βαθιά ανάσα, καθώς χτυπάς το κουδούνι, η πόρτα ανοίγει, χαμόγελα, καλωσορίσματα κι ευχές. Το παιδί σου έχει ήδη τρέξει μέσα κι εσύ με το πρώτο βήμα που κάνεις για να εισέλθεις στην οικία που θα σβήσουν κεράκια, παθαίνεις σοκ πολιτισμικό, συνοδευόμενο με πιθανή κρίση πανικού, νομίζοντας ότι έχεις μπει σε γήπεδο ποδοσφαίρου το οποίο επεκτείνεται σε 70, άντε, 80 τετραγωνικά μέτρα βαριά-βαριά, κι όλοι οι φίλαθλοι έχουν έρθει από πάνω σου φωνάζοντας με πολλά ντεσιμπέλ.

Οι τσιρίδες ευτυχίας των μικρών θαυμάτων κατακλύζουν την ατμόσφαιρα, ταυτόχρονα με παιδικά τραγουδάκια στη διαπασών, που είναι πολύ πιθανό να τα ‘χεις ακούσει και τέσσερα εκατομμύρια φορές. Ας μην πούμε πόσες τα ‘χεις τραγουδήσει κιόλας. Κι η ώρα περνάει βασανιστικά αργά για ‘σένα ενώ κάθε τρεις και λίγο σηκώνεσαι απ’ τον χώρο που έχουν αράξει τα παππούδια (οι γονείς/κηδεμόνες ντε), για να τσεκάρεις ότι όλα είναι καλά, πως το παιχνίδι συνεχίζεται χωρίς τσακωμούς, κλάματα κι «αυτό το θέλω εγώ τώρα, πάρ’ το απ’ τον Κωστάκη».

Ρωτάς αν πεινάει, αν θέλει να πιει κάτι, μήπως χρειάζεται να πάει προς νερού του, κι αφού βεβαιωθείς πως όλα πάνε καλά, επιστρέφεις στο σημείο συνάντησης των «μεγάλων». Και μόλις αράξεις και πας να πεις μια κουβέντα με κάποιον ενήλικο άνθρωπο, θα διαπιστώσεις πως μόλις πείνασε, μόλις δίψασε και μόλις του ήρθε κατούρημα.

Το πρώτο ημίχρονο του σήκω-κάτσε, κάτσε-σήκω θα διαρκέσει μέχρι να σβήσουν τα κεράκια, καθότι, ως γνωστόν, όταν εμφανίζεται η πρωταγωνίστρια κυρία τούρτα, κάθονται όλα σούζα και περιμένουν με μάτια χαμογελαστά και στόμα μισάνοιχτο και με τα κουταλάκια στο χέρι.

Κι είναι εκείνη στιγμή που βλέπεις την προσμονή στα μάτια του παιδιού σου και ξεχνάς και κούραση και νεύρα και τσιρίδες και πονοκεφάλους και τα σήκω-κάτσε, κάτσε-σήκω. Αφού είναι ό,τι πιο σημαντικό έχεις δημιουργήσει σ’ αυτή την πλάση. Λίγη υπομονή ακόμη και θα τελειώσει. Ελπίζεις χωρίς υστερίες, έτσι ώστε η αποχώρησή σας να γίνει ομαλά και να μη μοιάζει με όπερα της κακιάς ώρας απ’ τα ουρλιαχτά.

Επιστρέψατε σπίτι… Το ‘χει πάρει ήδη ο ύπνος. Ξεντύνεσαι και δίνεις συγχαρητήρια στον εαυτό σου για την ιώβεια υπομονή που έκανες, και δεν άρχισες να τσιρίζεις κι εσύ όταν σου φώναζε πως θέλει να μείνετε λίγο ακόμη. Το κοιτάς καθώς κοιμάται κι η καρδιά σου πάει να σπάσει απ’ την αγάπη. Χαλάλι του, αλλά ήρθε η ώρα να απολαύσεις τη δική σου ησυχία. Αυτή που τώρα έχεις απόλυτη ανάγκη για μία, δύο, τρεις, πέντε μέρες ίσως. Όλοι έχουν δικαίωμα στο όνειρο!

Σηκώνεσαι, το σκεπάζεις και το φιλάς. Είσαι γονιός, δεν έχεις άλλη επιλογή. Είσαι εκεί για όλα και για πάντα. Οι δοκιμασίες που περνάς είναι οι αναμνήσεις που του χαρίζεις για την ενήλικη ζωή του. Είναι οι ιστορίες που θα διηγείται στην παρέα του και θα γελάνε από καρδιάς. Είναι το παιδί σου. Αξίζει όλα σου τα «βάσανα»!

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη