Η επικοινωνία ήταν, είναι και θα είναι ανάγκη κάθε ανθρώπου. Ακόμα κι οι πιο μοναχικοί χρειάζονται την επαφή. Σίγουρα η τεχνολογία και τα social media έχουν βοηθήσει πολύ σ’ αυτό το κομμάτι κι οι αποστάσεις έχουν ως επί το πλείστον καταργηθεί. Αλλά καμιά οθόνη υπολογιστή δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ ένα τηλεφώνημα.

Τα τηλεφωνήματα είναι πιο προσωπικά, πιο άμεσα. Ακόμα κι αυτά που ονομάζουμε «τυπικά» τηλεφωνήματα, ενδέχεται να κρύβουν από πίσω τους χιλιάδες μηνύματα, ειδικά όταν αφορούν ερωτικές σχέσεις.

Ας πούμε για παράδειγμα ότι κάθεσαι σ’ αναμμένα κάρβουνα επειδή το πολυπόθητο πρόσωπο –είτε το ονομάζεις σχέση, είτε εραστή, είτε απωθημένο– δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Αποκλείεις το μήνυμα στο facebook μην τυχόν δεν μπει, αποκλείεις και το μήνυμα στο κινητό μήπως και ξέμεινε από κάρτα. Παίρνεις λοιπόν τηλέφωνο, επιστρατεύοντας το πιο άνετό σου στιλ κι είσαι κάπως έτσι: «Έλα, πού χάθηκες;» ενώ από μέσα σου βράζεις κι έχεις κάνει του κόσμου τα σενάρια (τύφλα να ‘χει ο Φώσκολος). Όλοι το έχουμε κάνει, παραδεχτείτε το.

Άλλες φορές θέλεις απλά να υπενθυμίσεις την παρουσία σου. Όχι μόνο στο σύντροφό σου, αλλά και σε φίλο, συγγενή, στους γονείς σου. Δεν τα πάνε όλοι οι άνθρωποι καλά με τις εκδηλώσεις αγάπης από κοντά. Μ’ ένα τηλεφώνημα, ακόμα και περιορισμένο στο τυπικό «τι κάνεις» επιδιώκεις να δείξεις ότι είσαι εκεί.

Σ’ άλλες περιπτώσεις, θέλεις να πετύχεις κάτι πολύ συγκεκριμένο, να προκαλέσεις τον άλλον ώστε μόνος του να προτείνει αυτό που εσύ έχεις στο μυαλό σου. Το «έλα μπαμπά, να μόλις σχόλασα απ’ τη δουλειά» συνήθως πάει να πει «αν είσαι κάπου εδώ κοντά, έλα να με πάρεις». Αλλά επειδή, μάλλον για λόγους ευγένειας και μια δόση τσαχπινιάς, δε θέλεις να το πεις ευθέως, παίρνεις ένα τηλέφωνο κι εύχεσαι ο συνομιλητής να πιάσει το μήνυμα.

Στο ίδιο concept, όταν πρόκειται για ερωτικό τηλεφώνημα, τις περισσότερες φορές το κάνεις γιατί είναι πιο ευθύ, για να δείξεις ότι δε μασάς και για να επιδιώξεις συνάντηση. Και για χιλιάδες άλλες λόγους βέβαια, πολλές φορές και χαρακτήρα (όσοι ας πούμε είναι κατά των απρόσωπων συζητήσεων μέσω οθονών).

Κι είναι κι εκείνη η πιο πονεμένη κατηγορία τηλεφωνημάτων. Σ’ εκείνους τους ανθρώπους που ήταν για ‘σένα σταθμοί στη ζωή σου. Ή σ’ εκείνους που –ενώ τους θέλησες πολύ– πέρασαν χωρίς να σταθούν. Τηλεφωνήματα που έρχονται στιγμές που τα νιώθεις αναγκαία, όσο και την ανάσα σου, παρ’ όλο που αυτή σου κόβεται μόλις ακούσεις το «έλα».

Κλήσεις αμήχανες, που άλλα θες να πεις κι άλλα λες τελικά. Που σε κάνουν να θες να γελάσεις και ταυτόχρονα να κλάψεις. Τηλεφωνήματα που κι ο ίδιος ο συνομιλητής σου ξέρει ξεκάθαρα πόσα συναισθήματα κρύβουν από πίσω κι ας κρατήσει η κλήση μονάχα δυο λεπτά.

Ακόμη και το πιο απλό τηλεφώνημα που θα κάνεις σε συγκεκριμένους ανθρώπους και θα θες να πεις τον πόνο σου, ν’ ανοίξεις την καρδιά σου, πάει να πει ότι αυτοί οι άνθρωποι για ‘σένα είναι σημαντικοί, τους εμπιστεύεσαι, ξέρεις πως θα σε ηρεμήσουν χωρίς καν πολλή προσπάθεια, μόνο με το να σε ακούσουν.

Όλοι κάνουμε κι όλοι δεχόμαστε τέτοια τηλεφωνήματα. Γι’ αυτό και συνήθως ο καθένας μας ξέρει ακριβώς το λόγο που παίρνει, τι θέλει να πει και να δείξει κι ας χρησιμοποιεί άλλα λόγια.  Αντίστοιχα, ξέρουμε και το γιατί μας παίρνουν. Λίγο-πολύ αυτά είναι ξεκάθαρα στο μυαλό μας.  Είναι άλλη μία από τις σιωπηλές συμβάσεις που λέγαμε πως κάνουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας.

Για το κλείσιμο, ιδιαίτερη αγάπη και φόρος τιμής σε όσους πήραν «απλά για μας ακούσουν» και το εννοούν, χωρίς να έχουν τίποτα να κρύψουν.

Εδώ νομίζω το μήνυμα είναι ξεκάθαρο.

 

Συντάκτης: Στέλλα Φρασιόλα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη