Βράδυ Τρίτης, έτσι γι’ αλλαγή απ’ το τραγούδι του Βασίλη. Λίγο φρικαρισμένη, λίγο κουρασμένη, λίγο θέλω να πάω σπίτι μου, αλλά τελικά δε θέλω. Κι ούσα αναποφάσιστη μέχρι εκεί που δεν πάει, αποφασίζω να πάω για ποτό μόνη μου. Γιατί απλά το κεφάλι μου καίει και χρειάζομαι μια τεράστια δόση ηρεμίας κι αλκοόλ βεβαίως.

Χωρίς συνοδείες και πολλά λόγια. Μουσική, ποτό και κόσμος να παρατηρείς, άλλοτε δεν υπάρχει καν γύρω σου, αλλά όλα καλά. Υπάρχουν, λοιπόν, κι αυτοί οι άνθρωποι που τα ‘χουν βρει με τον εαυτό τους (κάποιες φορές) και θέλουν απλά λίγη ηρεμία με το «εγώ» τους, όταν βλέπουν ότι ο εσωτερικός τους κόσμος φλέγεται και χτυπάει κόκκινο. Μια μικρή απόσταση, λίγη αναμονή και φύγαμε για την εκτόνωση και την αναζήτηση του ζεν.

«Ταξί!». Ο τύπος έχει μερακλώσει, βαρύ λαϊκό ηχεί σε όλο το ταξί κι όσο με βλέπει ήρεμη, τόσο ν’ ανεβάζει την ένταση. Αυτό ήταν, το ρίχνω στο τραγούδι. Τελικά, ο δρόμος για τη νιρβάνα έχει διακλάδωση προς Μητροπάνο και Τερζή γωνία. Είναι, λοιπόν, αυτή η ξαφνική αμεσότητα μεταξύ των ανθρώπων που μόλις νιώσεις τα vibes της μουσικής γίνεσαι φίλος με τον άγνωστο και ξεκινάς να λες τα εσώψυχά σου.

Κατά βάθος, θέλω ηρεμία, αλλά τον αφήνω να τα πει, το ‘χει ανάγκη, όπως όλοι μας προφανώς. Κι ο τύπος υποφέρει, στ’ αλήθεια, απ’ την πεθερά του, γιατί του γκρινιάζει κι ανακατεύεται. Και μα το Θεό θέλω να ξεσπάσω και να του πω πόσο ανούσια προβλήματα ακούω αυτή τη στιγμή και πόσο βεβηλώνεις τον Μητροπάνο με το να βασανίζεσαι με μικροπρέπειες, μα δε λέω τίποτα, τελικά.

Όχι γιατί δε με νοιάζει ν’ ασχοληθώ με έναν άγνωστο, όχι. Αλλά γιατί ο καθένας έχει το δικαίωμα να βασανίζει το μυαλό του με ό,τι αυτός επιλέγει. Ίσως κάποιες φορές πίσω από έναν ανόητο λόγο, κάπου να κρύβεται κάτι πολύ πιο βαθύ. Ίσως οι άνθρωποι παραμένοντας αναίσθητοι, κλειστοί με τους άλλους, να μην προσφέρουμε τίποτα εκτός από κώφωση κι εγωισμό. Ίσως αυτός ο άνθρωπος ν’ ασχολούνταν με την πεθερά του γιατί αρνούνταν να δει κάτι πιο δύσκολο.

Κι είναι κι αυτό το επάγγελμα, που αντικειμενικά δεν το λες εύκολο κι οι τόσες ώρες στο τιμόνι που δεν περνάνε χωρίς κουβέντα. Κι είναι και το άλλο, που σε έναν άγνωστο σου βγαίνει πιο εύκολο να μιλήσεις για ό,τι σε βασανίζει. Ίσως γιατί δε θα τον ξαναδείς, ίσως γιατί δε θα σε κρίνει. Έτσι, δεν είναι λίγες οι φορές που επιλέξαμε το ταξί για μια πιο γρήγορη άφιξη στον προορισμό μας και καταλήξαμε να συμβουλεύουμε τον κυρ Τάκη για τα προσωπικά του κι ύστερα να ακούει εκείνος το δικό μας σεκλέτι.

Αφού χάνουμε λίγο-λίγο το σεβασμό μας, ας μη χάσουμε και την ανθρωπιά μας. Ν’ ακούς τον άλλο, όχι γιατί δεν έχεις κάτι να κάνεις, αλλά γιατί μπορείς να κάνεις κάτι καλό, χωρίς να γυρεύεις αντάλλαγμα. Και κάπου εκεί αρχίζω να νιώθω καλύτερα. Χτίσε το κάρμα σου, σ’ αυτό που σου έρχεται και πίστεψέ με θα γυρίσει. Στο κάτω-κάτω, για να είμαστε ειλικρινείς, εγώ το σταμάτησα το ταξί και ξεκίνησε ένας μονόλογος, που εξελίχθηκε σε διάλογος. Η ζωή λειτουργεί σαν μαγνήτης. Εμείς επιλέγουμε και φέρνουμε όσα αντέχουμε, όσα ο καθένας έχει να μάθει απ’ αυτά.

Ας μην κλείνουμε τ’ αφτιά και τα μάτια σ’ όσα έρχονται, στους ανθρώπους, στις καταστάσεις. Ας μη γυρνάμε τη πλάτη σ’ αυτά που εμείς θεωρούμε χαζά. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, ας του δώσουμε το δικαίωμα να νιώσει, να εκφραστεί όπως γουστάρει, για ό,τι είναι αυτό. Κάπου εκεί σ’ αυτά που σκεφτόμουν, σ’ αυτά που του είπα, σ’ αυτά που άκουσα, ξεκίνησα να χαμογελάω.

Το κεφάλι μου δεν έκαιγε τόσο όσο πριν κι ο Καζαντζίδης που ακουγόταν, χαμήλωσε ξαφνικά, γιατί η ένταση και τα προβλήματα δεν ενισχύονταν, γιατί όλα φαινόταν λίγο πιο διαφορετικά, γιατί η πεθερά ίσως να μην ήταν τόσο στριμμένη, «γιατί» που δεν αποτελούν απλές δικαιολογίες, αλλά ανθρώπινους λόγους που ο καθένας για τους δικούς του νιώθει και βιώνει όπως αυτός μπορεί.

Ας μην κρίνουμε τα πάντα μονόπλευρα. Ας δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος μπας και γίνει αυτός ο κόσμος λίγο καλύτερος και πού ξέρεις; Ίσως μέσα σ’ ένα ταξί να πάρουμε μια μεγάλη απόφαση.

Συντάκτης: Μαρία Κουρή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη