Ήταν μια εποχή που άκουγες από παντού «όχι». Ίσως ο Έρμης να ήταν ανάδρομος. Ίσως είχες αφήσει τους άλλους να επηρεάζουν τόσο τη ζωή σου, που ήταν ικανοί να ορίσουν αυτοί τις αποφάσεις σου. Ήταν, λοιπόν, αυτή η κακεντρεχή χρονιά –ή εκείνα τα χρόνια– που δεν έκανες τίποτα απ’ όσα γούσταρες, γιατί έπεισες τον ανόητο εαυτό σου ότι απλά δε γίνεται να κάνεις πάντα αυτό που θες.

Δε με νοιάζει να σου πω αν είχες δίκιο, αδιαφορώ πλήρως ν’ ασχοληθώ με τους λόγους που δε σ’ άφησαν να ζήσεις τις όποιες καύλες σου, –πιο ευγενικά– τις όσες επιθυμίες σου. Δε μου κεντρίζει το ενδιαφέρον το ν’ ασχοληθώ με το γιατί μου είπες «όχι» ενώ εγώ σου φώναζα, εκ των έσω, «σήκω και πάμε». Κι όχι, δεν είμαι ανόητος. Σου φώναζα «εγώ κι εσύ πάμε, οι δυο μας, μόνο εγώ κι εσύ, όπως πάντα». Είμαι εδώ και σε στηρίζω απ’ όταν γεννήθηκες, θα ‘μαι εδώ μέχρι την τελευταία σου πνοή, άσε και καλά ότι ακούγεται μακάβριο όλο αυτό, μη με σταματάς τώρα που πήρα φόρα. Ξεμπλόκαρέ με κι άφησέ με να σου πω πώς έχουν τα πράγματα.

Ξεκόλλα για λίγο απ’ τον φριχτό έλεγχο των υποχρεώσεων κι άκου με για να πάμε μαζί παρακάτω, κόντρα σε όλα τα «όχι» και τη μιζέρια τους, κόντρα σε ό,τι μας κρατάει δέσμιους απ’ το να πετάξουμε ψηλά, για να πέσουμε και να σηκωθούμε ξανά. Μαζί, εγώ σου δίνω το λόγο μου ότι θα σε σηκώσω. Δε χρειάζεσαι τη συγκατάβαση κανενός.

Εγωιστικό; Μπα, δε θα το ‘λεγα. Είμαστε δύο, δεν είσαι μόνος σου, ακόμα κι αν εμένα με λένε «Εγώ». Τουλάχιστον ξέρω να σου πω με πολλή σιγουριά ότι εγώ ήμουν μαζί σου όταν έκλαιγες για τον έρωτα. Σε κρατούσα και σε σήκωνα, δε σου είπα ποτέ «στα ‘λεγα», μόνο και μόνο γιατί πήγες κόντρα στο «όχι»μου  κι ακολούθησες το «ναι» σου.

Ήμουν εκεί όταν έμεινες ταπί κι ωραίος για να κάνεις τα σχέδιά σου πραγματικότητα, για να πας εκείνο το ταξίδι που πάντα ήθελες. Δε σε μάλωσα, ούτε προσπάθησα να σε τιμωρήσω γιατί δεν ήσουν οικονόμος, φειδωλός στα χρήματά σου και τα όνειρά σου. Ήμουν εκεί να σου κρατάω συντροφιά και ν’ αναλύω μαζί σου το βιβλίο που διάβαζες, τις σκέψεις στο χαρτί που έγραφες, να σου λέω «στην υγειά σου» όταν όλοι είχαν υποχρεώσεις και κανείς χρόνο για να βγει μαζί σου έστω για μία ώρα, μία βόλτα, για λίγη συντροφιά. Ήμουν εκεί και πάντα θα ‘μαι.

Αν, λοιπόν, το «όχι» είναι μία λέξη συμβιβασμένη με την ασφάλεια, αν το να λες «ναι» συνοδεύεται από φόβους κι αποτυχίες, αν τα «θέλω» σου είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις επιλογές και τις απόψεις των άλλων, τότε δε μου κάνεις. Αρνούμαι να μείνω σ’ ένα σώμα, μια ψυχή που δε μ’ ακούει. Θα παλέψω να βγω από σένα που κυλάς με τα έρμαια του συνόλου. Θα σ’ αφήσω μονάχο, μπας και τρομάξεις και δεις τι χάνεις, μπας και με ψάξεις και θελήσεις να με μάθεις.

Σταμάτα να θεωρείς ότι όλα αυτά στα λέω γιατί γουστάρω την ίντριγκα, την αντίδραση. Σου λένε «όχι» και σου καθορίζουν τη ζωή. Γιατί; Δεν ξέρεις εσύ τι αντέχεις; Δεν ξέρεις πώς να κρατάς τα χαλινάρια στην άμαξά σου; Ο φόβος είναι εκεί και σε παραφυλάει. Μείνε κρυμμένος, μη σε βρει. Εγώ φεύγω, όχι, σταμάτα να μου φωνάζεις «όχι». Θα πάω, ναι, βγαίνω εκεί έξω μονάχος και θα αντιμετωπίσω ό,τι με τρομάζει.

Κράτα το «όχι» σου εσύ, μείνε στο καβούκι σου, μαζί με τους πολλούς. Μη φιλτράρεις τις πληροφορίες, όχι, μην το κάνεις, απλά δέξου, συμφώνησε, μη ρισκάρεις, κάτσε εκεί και σταμάτα να ζεις. Αλλά αν κάποτε θελήσεις να με ψάξεις, ακόμα και στο επόμενο λεπτό, να ‘ρθεις. Εκεί είμαι, στη στροφή. Ξέρεις, μ’ αρέσει να σε κάνω να ξυπνάς απ’ το λήθαργο. Να σε ρίχνω στον πάτο, όταν σε πιάνει η ξεροκεφαλιά σου και δε μ’ ακούς. Να σε τρομάζω ότι θα μείνεις χωρίς ψυχή, μα μη με πιστεύεις, γιατί πάντα εκεί θα ‘μαι -αρκεί να με ψάξεις.

Πολλές φορές σκέφτομαι αν ήμουν εγώ στη θέση σου; Εγώ ο δειλός, αυτός που φοβάται, που ακούει το «όχι» και συναινεί, αν εσύ ήσουν η πλευρά του εαυτού μας η ατρόμητη, η θαρραλέα, αν το να πέσεις στη φωτιά δεν είναι ολοκαύτωμα, αλλά κίνητρο για να ζεις, αν εγώ ο ίδιος σου έλεγα «όχι» κι εσύ επέμενες στο «ναι», τότε τι; Πάλι θα ‘φευγα, θα σε μάλωνα, θα σ’ έριχνα ξανά στον πάτο;

«Ναι» είναι η απάντηση, γιατί όλα είναι ένας φαύλος κύκλος, γιατί όλα λειτουργούν με ζυγό, αρκεί εσύ να επιλέξεις πού θα κλίνει η ζυγαριά. Να θυμάσαι, ίσως το να ζεις στην ασφάλεια να ‘ναι όμορφο και πολλές φορές καθησυχαστικό, αλλά η μαγεία κρύβεται στα άβολα και λίγο τρελά μα συναρπαστικά «ναι».

Πάμε, λοιπόν, να ζήσουμε; Μην το πολυσκέφτεσαι. Μία είναι η απάντηση!

Συντάκτης: Μαρία Κουρή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη