Καλησπέρα απ’ το έτος που, ας πούμε, μόλις είχε αναπτυχθεί η τεχνολογία και τα κινητά κι οι ανεπανάληπτες αυτές μαγικές στιγμές της παρέας επιτέλους δράττουν την ευκαιρία να αποτυπωθούν στην κάμερα του κινητού, του υπολογιστή, της βιντεοκάμερας, κάπου, οπουδήποτε. Αρκεί να υπάρχουν εκεί ώστε μεγαλώνοντας να αναπολούμε την ξεγνοιασιά των παιδικών μας χρόνων, της αθωότητας και της ανεμελιάς, της αλλοφροσύνης που μας διακατείχε, τότε, σ’ αυτά τα χρόνια. Το έτος… Τι σημασία έχουν οι αριθμοί, αλήθεια; Σημασία έχει αυτό το… Μα καλά, ποιο είναι αυτό το βιντεάκι; Κάτσε, ένα λεπτό, να το πατήσω.

Ω ναι, να ‘μαστε δεκαπέντε χρονών, λυκειόπαιδα, ωριμότητα φουλ, κοντεύουμε να τελειώσουμε το σχολείο. Εντάξει, μπούρδες, τι ωριμότητα και πράσινα άλογα; Λύκειο! Μηδέν επαφή με wi-fi, insta και fb, τότε σ’ αυτά τα χρόνια. Ήταν κάποιο απόγευμα, απ’ αυτά που μαζευόμασταν σε κάποιο σπίτι, έχοντας ήδη σχεδιάσει το κόνσεπτ της επόμενης μεγάλης επιτυχίας που θα γυρίζαμε βίντεο, καλλιτέχνες. Τα Βραζιλιάνικα τότε ήταν της μόδας κι ο Χοσέ Αρμάντο ντε λα Βέγκα έδινε ρεσιτάλ ανάμεσα στο περιτυλιγμένο με χαρτί τουαλέτας σακάκι του, μα κάπου στο βάθος ακούγεται η φωνή της θείας να μας κατσαδιάζει να κάνουμε ησυχία αι εμείς να τρέχουμε και να κλειδωνόμαστε στο δωμάτιο για να μαζέψουμε το στούντιο του κακού χαμού.

Και πάτα ξανά το repeat, και δώσ’ του γέλιο μέχρι δακρύων με τα χάλια μας. Πολλοί αναρωτιόνταν τότε τι μας συνέβαινε και γυρνούσαμε τους εαυτούς μας για να γελάμε, μα μεγαλώνοντας θυμάμαι αυτά τα βλέμματα απορίας των ενηλίκων που μαζεύονταν μαζί μας στο σαλόνι και κακαρίζαμε όλοι μαζί. Δεν ήταν απορία αλλά νοσταλγία για τις δικές τους εποχές. Κάπου καμάρωναν ότι τα παιδιά τους είναι τυχερά που έχουν καλούς φίλους κι αγαπιούνται τόσο.

Παρέες που μοιράζονται την ίδια τρέλα, που στις διακοπές των Χριστουγέννων, έτη πανεπιστημίου, μαζεύονται  και λένε τα κάλαντα ντυμένοι χριστουγεννιάτικα δέντρα -ε, ρε παιδιά, λίγη πρωτοτυπία, Άγιοι Βασίληδες, τώρα, πολύ κλασικό. Κι εκεί που κατεβάζω τον κέρσορα κι ήδη σκουπίζω δάκρυα και μυξούλες απ’ τα γέλια, εμφανίζεται το «Μαθαίνοντας μηχανή (μέρος Α’)» κι ήταν τότε που αυτός ο άνετος τυπάς, μελλοντικός μηχανόβιος, χάνεται απ’ το πλάνο γιατί έχει μπερδέψει το φρένο με το γκάζι και μετράει το βάθος στο απέναντι κτήμα. Και κόβεται η λήψη όχι γιατί η παρέα συμπάσχει και τον ψάχνει, αλλά γιατί έχει πέσει κάτω και κυλιέται στα γέλια.

Και πόσους ακόμα φακέλους έχουμε αποθηκευμένους στο σκληρό μας δίσκο και δεν εννοούμε απαραίτητα του υπολογιστή, αλλά στο κουτί των αναμνήσεων του μυαλού μας. Πόσες αξέχαστες βραδιές στην παραλία μεθυσμένοι, να τραγουδάμε κάτι, γιατί δεν καταλαβαινόμαστε κι απόλυτα, ξάπλα στην άμμο, θέλοντας να πιστεύουμε ότι αλήθεια η κάμερα τραβάει εμάς κι όχι τα δάχτυλα των ποδιών ή τα δόντια μας. Πόσα στιγμιότυπα κι ατάκες έχουν ειπωθεί σ’ αυτά τα βιντεάκια που μόνο χαμόγελα φέρνουν στα χείλη, ίσως και λίγη θλίψη στο βλέμμα αλλά είναι δύσκολο κι αυτή να μείνει για πολύ. Γιατί, μα το Θεό, όταν βλέπεις τη μαμά σου να σκοντάφτει στη σκάλα, κάποια να ωρύεται και κάποιον να γελάει, κάποιος άλλος να σκοντάφτει επίσης και κάποιος να προσπαθεί να απαθανατίσει τη στιγμή, πόση ώρα ακόμα θα μείνεις θλιμμένος;

Να το, το τρελό μακροβούτι στην πισίνα που ασυναίσθητα χαϊδεύεις το στομάχι σου απ’ το τσούξιμο του παφλασμού, ωραία ήταν, πάμε άλλη μία; Αχ, τα τούλια για το στολισμό του γάμου που θα γινόταν στο μαγαζί. Και να σου το γύρισμα πασαρέλα άνοιξη-καλοκαίρι 2057, πόσο μπροστά τέλος πάντων; Το βράδυ που μένει το μηχανάκι από βενζίνη, σε δρόμο χωρίς φώτα και με κινητό χωρίς φακό αλλά μόνο με φλας. Ιδανικό γύρισμα, έχω και τίτλο «Οδοιπορικό στη ζώνη του Λυκόφωτος». Η μηχανή στην πλάτη και τρεχάτε ποδαράκια μου.

Οι φωτογραφίες πριν την έξοδο, γι’ αυτό το χαλαρό ποτάκι, κουκλιά ζωγραφιστά που κατέληξαν σ’ αυτά τα ξεμαλλιασμένα, ξυπόλητα βίντεο που το μόνο που ακούς και βλέπεις είναι κάτι κινούμενες ανθρώπινες σκιές να γελάνε και να τσιρίζουν. Δεν ξέρω τι είναι νορμάλ και ποιος το ορίζει όλο αυτό, ξέρω όμως ότι όποιος δεν έχει τραγουδήσει τα κάλαντα ή ατάκες των Α.Μ.Α.Ν. μπροστά στην κάμερα, φορώντας τα πάντα πάνω του και μετά να ζηλεύει η παρέα και να το εξελίσσουν, να το κοιτάξει. Γιατί αν δεν ξέρει τι πάει να πει να γελάς με τον εαυτό σου, πώς περιμένεις να το καταφέρουν οι άλλοι;

Ίσως ήταν άλλες εποχές, ίσως η σημερινή νεολαία πέρα απ’ τα στόρι στο insta και στο fb να συλλέγει κι αυτή τέτοιες αναμνήσεις. Ίσως, αλλά σε αυτούς που κάθε λέξη σ’ αυτό εδώ το άρθρο έφερε στη μνήμη και μια δική του ανάμνηση, ένα δικό του αξέχαστο βιντεάκι, το αφιερώνω. Είναι για όλους όσους έζησαν γαμάτα παιδικά κι εφηβικά χρόνια, συνέλεξαν στιγμές, εμπειρία και χαμόγελα κι ακόμα ελπίζουν να έρθει μια μαγική στιγμή, παρά τη θεωρητική αυτή φάση της ενηλικίωσης, που θα γίνουμε για λίγο και πάλι παιδιά.

Θα μαλακιστούμε για την καύλα μας και μόνο, για την παρέα, για το χύμα, για το παρελθόν, το παρόν μα και για ό,τι είναι να ‘ρθει.  Αφιερωμένο σ’ αυτούς τους κολλητούς που το παιδί είναι ακόμα εκεί, μέσα τους, ατίθασο και μας περιμένει για λίγο να του δώσουμε το μικρόφωνο για μια ακόμα παράσταση.

 

Συντάκτης: Μαρία Κουρή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη