Το ‘χω κάνει κι εγώ, παραδεχτείτε το πως το ‘χετε κάνει κι εσείς. Εκεί που καθόμαστε ωραία και καλά, μας έρχεται η ιδέα και την πετάμε. Προκειμένου να δέσουμε το γαϊδαράκο μας, καβατζώνουμε το κολλητάρι για να μη μείνουμε στο ράφι παρέα με τις γάτες μας και τα βαζάκια από συκαλάκι γλυκό. Βάζουμε ένα deadline –ας πούμε τα 35– και λέμε «Αν κανείς  απ’ τους δυο μας δεν έχει παντρευτεί ως τότε, θα παντρευτούμε μεταξύ μας» και το κλειδώνουμε με όρκο βαρύ.

Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια, γιατί κι αν ακόμη όλες μας οι σχέσεις ναυαγήσουν, θα έχουμε έναν άνθρωπο να ξαπλώνουμε δίπλα του, όταν νιώσουμε πως μας πήραν τα χρόνια και βαρεθήκαμε να ψάχνουμε αυτό το πολυπόθητο –μα καλά κρυμμένο- άλλο μισό μας.

Κάτι μας πιάνει, ένα άγχος μήπως μαγκουφιάσουμε μόνοι και ξεχασμένοι απ’ τον κόσμο και στρεφόμαστε στο μόνο άνθρωπο που εμπιστευόμαστε κι έχουμε σταθερά δίπλα μας. Τον καπαρώνουμε για να αισθανόμαστε ασφάλεια για το μέλλον.

Ωραία! Τα ‘παμε, τα συμφωνήσαμε, μένει να ορίσουμε ημερομηνία. Μωρέ, πάμε καθόλου καλά; Τι στο καλό σκεφτόμαστε; Πέρα απ’ την κάλυψη της οφθαλμοφανούς ανασφάλειάς μας, τι άλλο μπορεί να φανερώνει μια τέτοια απόφαση; Στις περισσότερες περιπτώσεις, τίποτα. Κανένας διακαής πόθος για το φιλαράκι μας, καμία ακατανίκητη έλξη που παλεύουμε να μείνει κρυφή. Άσε που αν απώτερος σκοπός μας είναι να βρεθούμε κάποια στιγμή στο ίδιο κρεβάτι, μέχρι να φτάσει η ώρα της ευτυχούς ένωσης, θα ‘χουμε ξεχάσει πώς πηδάνε.

Τότε, τι μπούρδες πάμε κι υποσχόμαστε; Η συντροφικότητα είναι σημαντικό στοιχείο σ’ ένα γάμο, αλλά δεν αρκεί. Η αγάπη που νιώθουμε για τους φίλους μας είναι διαφορετική από εκείνη που νιώθουμε σε μια ερωτική σχέση. Κι ο έρωτας πού πάει; Κάπου τα μπερδέψαμε. Γιατί να το συζητάμε αφού δεν πρόκειται να οδηγήσει στο γάμο που θα θέλαμε να έχουμε; Μήπως για να μη μας κακοχαρακτηρίσει η άτιμη κοινωνία; Ή για να ξεφορτωθούμε τις θειες που αναρωτιούνται πότε θα νοικοκυρευτούμε; Δεν είναι υποχρεωτικό πάντως· το ανθρώπινο είδος επιβιώνει κι εκτός γάμου.

Έστω, λοιπόν, ότι κυλάνε τα χρόνια και δεν περνάμε βέρες ούτε αλλάζουμε στέφανα· μια χαρά μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε φίλοι και να λέμε τον πόνο μας. Υπάρχει πάντα κι η εναλλακτική της συγκατοίκησης, αν δε θέλουμε να γυρνάμε σε άδειο σπίτι. Λύνεται το πρόβλημα της μοναξιάς κι έχουμε και το ελεύθερο να φέρνουμε κόσμο τα βράδια. Διότι διαφορετικά, η όλη υπόθεση μυρίζει εκμετάλλευση. Δε βρίσκεις κάτι καλύτερο ή δε σου κάθεται αυτό που θέλεις και, κομμάτια να γίνει, παίρνεις ό,τι βρίσκεται εύκαιρο. Αυτός δεν είναι ακριβώς ο τρόπος συμπεριφοράς που αρμόζει στους φίλους μας. Γιατί αν πραγματικά γουστάραμε να παντρευτούμε θα το κάναμε εδώ και τώρα και δε θ’ αφήναμε 10, 20 χρόνια περιθώριο, μήπως και βρούμε τον έρωτα.

Ας σοβαρευτούμε λίγο. Δε χάθηκε ο κόσμος κι αν δεν παντρευτούμε ποτέ. Οκ, θα ήταν υπέροχο να βρούμε τον άνθρωπό μας, αλλά κι αν δεν τα καταφέρουμε, θα ζήσουμε. Έχουμε τους φίλους να μας στηρίζουν κι είναι δίπλα μας επειδή μας είναι σημαντικοί, όχι ως καβάτζες.

Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν το εννοούμε όταν λέμε να παρθούμε μεταξύ μας. Εντάξει, δεν είναι ακριβώς αστείο, αλλά δεν το σκεφτόμαστε και πολύ σοβαρά. Πρόκειται περισσότερο για μια επιβεβαίωση που ζητάμε απ’ τον άλλο, ότι θα είναι στο πλάι μας, ακόμη κι αν έχουν φύγει όλοι. Κρύβει κι ένα παράπονο που μας πιάνει, εξαιτίας του ότι νιώθουμε πως αποτύχαμε να κρατήσουμε μια σχέση της προκοπής και μας βγαίνει σε ηττοπάθεια. Όμως θα το ξεπεράσουμε κι αυτό. Ώσπου να φτάσουν εκείνα τα «35» που θέσαμε ως όριο έχουμε καιρό κι ως τότε θα λέμε και καμιά μαλακία, να περνάει η ώρα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Βαή: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Βαή