Επιτέλους ξύπνησα. Ναι, σε ‘σένα μιλάω. Κοιτώντας σε στα μάτια αυτή τη φορά και όχι το πάτωμα, όπως πάντα. Και θα με ακούσεις χωρίς να μιλάς. Και αν έχεις κάτι να πεις, δε θέλω το ακούσω. Γιατί ό,τι και να έχεις να μου πεις, δε θα αλλάξει αυτό που νιώθω. Κι ας περάσαμε τόσα χρόνια μαζί. Κι ας νόμιζα πως ήσουν όλη μου η ζωή. Κι ας πίστευα πως όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από ‘σένα. Κι ας σε αγάπησα όσο τίποτε άλλο. Ξύπνησα από το λήθαργο. Εδώ και καιρό ζούσα στην άγνοια, γιατί ό,τι έκανες το έκανες όχι στα φανερά, αλλά στα μουλωχτά.  Γιατί έμαθα πως η ψυχολογική βία στη σχέση, είναι ύπουλη, κρύβεται καλά για να μην την ανιχνεύσεις. Έτσι δύσκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως συμβαίνει. Πάλι καλά που εγώ το κατάλαβα, έστω κι αργά, το κατάλαβα.   

Το bullying είναι εκφοβισμός, καταπίεση, ψυχολογική βία. Και όπως πολλοί έτσι και εγώ, με το άκουσμα αυτής της επικίνδυνης λέξης, φανταζόμουν ένα πιο εύσωμο παιδί στο σχολείο να τον κοροϊδεύουν τα πιο δημοφιλή παιδιά για το βάρος του ή κάποιος να χτυπάει κάποιον άλλον έτσι απλά γιατί δεν του αρέσουν τα μούτρα του, χωρίς κάποιο λόγο απλά και μόνο για να τον εκφοβίσει και να του επιβληθεί, επειδή μπορεί.

Εσύ, όμως, ειδικεύεσαι σε άλλου είδους bullying, στο bullying της σχέσης. Γιατί εκτός από τη βία που μπορεί να ασκήσει κάποιος με τα χέρια του, υπάρχει και η βία της ψυχής. Τι και αν δε με χτύπησες ποτέ; Αυτό σε κάνει σωστό; Αυτό σε κάνει πιο άντρα; Ε λοιπόν, μάθε πως τα σημάδια που άφησες στην ψυχή μου με τα καμουφλαρισμένα σου χτυπήματα, χτυπήματα με τη μορφή εκφοβισμού, λεκτικής κακομεταχείρισης και χειραγώγησης το ίδιο πονάνε και χειρότερα. Και αυτά τα χτυπήματα αφήνουν ουλές. Αόρατες και τρομαχτικές σαν στοιχειά. Που πονάνε και βασανίζουν και σε ακολουθούν πιστά όπου πας. Μα αυτό που με πονάει περισσότερο, είναι η ακατάπαυστη προσπάθεια σου να υποτάξεις το πνεύμα μου. Το πνεύμα, όμως, δεν υποτάσσεται. Θα έπρεπε να το ξέρεις.

Διερωτήθηκα άπειρες φορές, κοιτώντας το ταβάνι και κλαίγοντας βουβά, περίμενα να μου απαντήσει. Πώς γίνεται ο άνθρωπος μου, ο σύντροφος μου, να μου το κάνει αυτό; Αλλά ποτέ δεν πήρα απάντηση. Έτσι κι εγώ έπαψα να ρωτώ. Και κατάλαβα πως δεν έχει σημασία. Δεν έχει σημασία αν το έβλεπες να γίνεται στη δικιά σου οικογένεια σαν παιδί, αν έχεις σύμπλεγμα κατωτερότητας ή απλά αν σου βγαίνει αυθόρμητα. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία.

 Και δε θα αφήσω ποτέ ξανά, ούτε εσένα αλλά ούτε και κανέναν, να απειλήσει την ψυχική μου ακεραιότητα. Δε θα μένω σε μια σχέση, ακόμα κι αν υπάρχει αγάπη, από τη στιγμή που θα υπάρξει το παραμικρό ίχνος ψυχολογική βίας. Κανένας δεν το αξίζει αυτό, ούτε κι εγώ. Θέλω να με σέβονται και να με αγαπούν για αυτό που είμαι και όχι για αυτό που θα ήθελαν να είμαι.

Δε νιώθω άχρηστη πλέον. Δε νιώθω πως δεν μπορώ να κάνω τίποτε σωστό. Δε νιώθω άσχημη. Δε νιώθω μειονεκτικά μπροστά σου. Στο παραδέχομαι, όμως, μου το έκανες πολύ δύσκολο να το ξεπεράσω. Να ανακτήσω τη χαμένη προ πολλού αυτοεκτίμησή μου. Η πλύση εγκεφάλου που μου έκανες ξεπερνά κάθε όριο, θα μπορούσα να στο αναγνωρίσω και σαν ταλέντο. Η εξάρτηση που είχα για ‘σένα τελικά δεν ήταν παρά προϊόν της ψυχολογικής καταπίεσης που ασκούσες πάνω μου με τόση μαεστρία.

Φόρα λοιπόν τη μάσκα σου και κρύψου πίσω από το ιταλικό σου κουστούμι, πίσω από την κοινωνική σου θέση, πίσω από τα λεφτά σου. Από ‘μένα δεν μπορείς να κρυφτείς πια. Σε αφήνω λοιπόν, φεύγω από τη φυλακή σου, χωρίς ίχνος μεταμέλειας, χωρίς ίχνος φόβου. Τη συγχώρεση μου, κι αν την ζητήσεις, δε θα την έχεις. Δεν μπορείς να με πονέσεις πια.   

Επιτέλους ξύπνησα!

 

 

Συντάκτης: Γεωργία Ιωάννου