Θέλω να με βγάλεις έξω απόψε. Όχι τίποτα φαντεζί ή φτιασιδωμένο, μη φανταστείς. Θέλω να με πας σ’ εκείνο το καφενείο, με τα ωραία κεφτεδάκια και το κρασί παραγωγής. Να πάρουμε κάτι λίγο να τσιμπήσουμε και κρασί, πολύ κρασί. Να σου γκρινιάζω ότι δε θέλω να τρώω το βράδυ, γιατί έτσι που πάω το μόνο φόρεμα που θα μου μπαίνει σε λίγο θα είναι η σκηνή του κάμπινγκ κι εσύ να με μπουκώνεις με το ζόρι. Κι έτσι να μη μείνει μπουκιά για ‘σένα και να κατεβάζεις το κρασί ξεροσφύρι. Ναι, μωρό μου, να μεθύσεις. Έτσι κι αλλιώς, αυτός ήταν ο σκοπός μου.

Να σηκωθούμε να φύγουμε και το μονότονο βήμα σου, να έχει μετατραπεί σ’ ένα χαριτωμένο σύρσιμο των παπουτσιών σου στο πάτωμα. Αυτά τα πράσινα σταράκια σου, που πάντα σε έκαναν να μοιάζεις με μαθητή λυκείου, σήμερα θα ταιριάζουν και με το υπόλοιπό σου. Τα ανακατεμένα σου μαλλιά, τα κοκκινισμένα μάγουλα, το αμήχανο γέλιο σου και το «έχω κάνει μαλακία» βλέμμα.

Μην αγχώνεσαι, δεν έκανες. Δε χρειάζεται να με προσέχεις πάντα. Μ’ αρέσει πού και πού να αναλαμβάνω εγώ. Είσαι μια γλύκα όταν αφήνεις τον έλεγχο. Μου θυμίζεις το παιδί που ήσουν κάποτε κι εγώ ποτέ δε γνώρισα. Που έκλεβε τα τσιγάρα του παππού και τα άναβε ανάποδα. Και σήμερα θ’ ανάψω εγώ το τσιγάρο σου. Να το κάνουμε μαζί σ’ ένα παγκάκι, στο πάρκο της γειτονιάς μου. Να σε βλέπω ζαλισμένο και να σε κοροϊδεύω.

Είσαι τόσο χαριτωμένος όταν πίνεις. Θυμάσαι ιστορίες και μιλάς για ‘σένα χωρίς να σε ζαλίζω να μου πεις. Και θέλω να μου τις λες. Να μου λες για ‘κείνα τα καλοκαίρια που τα πόδια σου δε φυλακίστηκαν στιγμή σε παπούτσι και την πρώτη μέρα του σχολείου κλωτσούσες τη μπάλα με βγαλμένα τα κορδόνια απ’ τα αθλητικά σου, μπας και νιώσεις λιγότερο περιορισμένος.

Να μου λες για τα ντοκιμαντέρ που βλέπεις όταν εγώ κοιμάμαι και να μπερδεύεις τις πληροφορίες, να τα λες όλα λάθος και να δίνεις στους καρχαρίες συνήθειες αρκούδας και να γελάμε κι εγώ να σε φιλάω. Να μου δείχνεις φεγγάρια κι αστερισμούς, να μου το παίζεις ρομαντικός κι εγώ να βάζω το χέρι μου μέσα στη μπλούζα σου. Κι εσύ να μ’ αφήνεις, να μη μου γκρινιάζεις ότι θα μας δει κανείς ή ότι πρέπει να γυρίσουμε σπίτι γιατί δουλεύεις το πρωί. Να μ’ αφήνεις να σε κάνω ό,τι θέλω.

Και θέλω να σε βλέπω έτσι απελευθερωμένο. Χωρίς να σκέφτεσαι όλα αυτά που σε τρομάζουν. Γουστάρω να σ’ εκμεταλλεύομαι, πώς το λένε; Να σε βάζω να μου λες ανέκδοτα, ενώ ξέρουμε κι οι δυο ότι δεν το ’χεις καθόλου και να γελάω υστερικά απ’ την προσπάθειά σου να τα θυμηθείς και να τα πεις αστεία.Και να σε φιλάω ξανά για να σταματήσεις να βασανίζεις και τους δυο μας.

Να σε ακινητοποιώ και να σε φιλάω ξανά. Και ξανά. Κι ύστερα άλλη μια. Μέχρι να μη θέλεις να ξεκολλήσω άλλο. Και να πάρεις λίγο από τον έλεγχο που τόσο άνετα παρέδωσες. Να μη σκεφτείς το πώς, το πού και το γιατί απλά να εκμεταλλευτείς εσύ, αυτό που σου προσέφερα.

Δεν ξέρω τι ακριβώς θα γίνει σήμερα το βράδυ. Αλλά πάνω σ’ εκείνο το παγκάκι, κοντά στο σπίτι μου, θ’ ανοίξω το μπουφάν και θα πετάξω τα παπούτσια μου.

 

Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ιρρόη Καρυπίδου