Γεννημένος το 1957 στη Συκιά της Χαλκιδικής, ο Σωκράτης Μάλαμας έχει διηγηθεί σε συνεντεύξεις του πολύ όμορφα τη ζωή του. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια που λίγοι διαθέτουν, ρομαντισμό που σε παρασύρει και γλώσσα αυθεντικού καλλιτέχνη. Στα πρώτα μουσικά βήματα είχε για συντροφιά την κιθάρα του, ενώ τη σκληρότερη θητεία του εξομολογείται πως την έκανε στα «σκυλάδικα» -όπως ο ίδιος τα χαρακτηρίζει-, όπου δούλεψε για χρόνια. Είδε πολλά κι άκουσε ακόμη περισσότερα, κάποια τα κράτησε μέσα του κι άλλα τα μοιράστηκε κατά καιρούς. Την υπηρέτησε πιστά τη μουσική ο Σωκράτης με λίγες και μικρές συναυλίες αρχικά κι ύστερα με τραγούδια -σταθμούς όπως «Το γράμμα».

Έψαχνε την κατάλληλη μουσική γι’ αυτό το δημιούργημά του, στίχοι και πρώτη εκτέλεση δικά του. Ώσπου άκουσε απ’ το παράθυρό του τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου, το οποίο κατευθυνόταν στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Μια σειρήνα προσωπική που μπορεί, όμως, να μοιραστεί τόσο εύκολα. Ένας ήχος που ενώ στην καθημερινότητα σού κόβει τα πόδια, σε σαστίζει και σε παγώνει, αν τοποθετηθεί όμορφα σ’ ένα τραγούδι μπορεί και να σε ταξιδέψει. Σ’ ένα live του το 2012 ο Σωκράτης Μάλαμας παίρνει στα χέρια την κιθάρα του, σηκώνει το ποτήρι στην υγεία του κοινού, αστειεύεται και κάνει χαβαλέ σαν να βρίσκεται με την παρέα του και μετά δεν τραγουδάει μόνος του. Οι άνθρωποι που έχουν σπεύσει να τον ακούσουν δημιουργούν τον ήχο της σειρήνας, ο καθένας της δικής του. Σαν ένα μυστικό που το γνωρίζουν όλοι, μα έχουν συμφωνήσει με τα μάτια να το κρατήσουν κρυφό.

Έχει δηλώσει πως το εν λόγω κομμάτι «το έχει ταχυδρομήσει κατά κάποιον τρόπο στον εαυτό του». Ένα γράμμα, όνομα και πράγμα δηλαδή. Συντροφιά με το κρασί του το γλυκό και κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο του άρεσε πάντοτε να δημιουργεί. Με ό,τι άγγιζε το μέσα του, καθετί που του τραβούσε την προσοχή και τον συντάραζε το ερωτευόταν «σαν μια γυναίκα μακρινή» που αγάπησε πριν φύγει. Παρ’ όλο που μέσα απ’ την ερμηνεία του φανερώνει προσωπικά βιώματα σαν να απευθύνεται σ’ έναν μακρινό φίλο που τυχαίνει να είναι εκείνος σε μια παρελθοντική εκδοχή, την οποία ενδεχομένως δε συμπαθεί και πολύ. Το ‘χει πει εξαιρετικά κι ο ίδιος, «τα τραγούδια απ’ τη στιγμή που φεύγουν απ’ τον δημιουργό τους είναι ελεύθερα να πάνε όπου αυτά θέλουν. Είναι η στιγμή που αντί ν’ ακούν τα αφτιά ακούει η ψυχή».

Και τότε, μάλλον, μπορούμε να κάνουμε λόγο για επιτυχία. Για μια επιτυχία που πηγάζει απ’ την προσωπική και γνήσια έκθεση· αν καλλιτέχνης δε σημαίνει να εκτίθεσαι και να το γουστάρεις μ’ όλη την τρέλα της ψυχής σου, τότε τι σημαίνει; Μια επιτυχία που δε φοβάται την κριτική, που ξέρει να τη δέχεται ακόμη και με το ύφος το σοβαροφανές του Σωκράτη Μάλαμα που σε ψαρώνει στο δευτερόλεπτο. Ίσως, ο ίδιος να μην το γνωρίζει, αλλά οι στίχοι του υπάρχουν γραμμένοι παντού· σε τοίχους, σε παγκάκια, έξω από σπίτια, σε τζάμια, σε δρόμους, στο μυαλό όσων τον αγαπούν και κοιτούν τον ουρανό -πίνοντας κρασί σε μια βεράντα και ταυτίζοντας τη φωνή του με το φθινόπωρο.

Αγαπημένε, δεν ξέρω αν θα σταματήσουμε ποτέ «να πικραινόμαστε τις Κυριακές τα βράδια». Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι «χωρίς αυτή τη σκοτεινιά τα χρόνια μένουν άδεια».

Στη μαμά της αδελφής μου.

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.