Δεν είναι η αγάπη ακριβώς όπως τη φανταζόμαστε. Σε καμία εποχή το συναίσθημα δε μοιραζόταν με τρόπο κατά παραγγελία από τη μια καρδιά στην άλλη. Η φράση «ήταν πολύ διαφορετικά εκείνα τα χρόνια», που λέει η γιαγιά με κάθε ευκαιρία στα οικογενειακά τραπέζια, ενδεχομένως να μην περιέχει ρομαντισμό και χορούς κάτω απ’ τα αστέρια. Εξάλλου, πάντα ο άνθρωπος αγαπούσε όπως ήθελε.

Ένα πάρε-δώσε είναι. Μια ανταλλαγή ιδεών, από διαφορετικά μυαλά προς διαφορετικά κορμιά και το αντίστροφο. Δεν περνά από γενιά σε γενιά, ευτυχώς αυτή δεν την κληρονομούμε, δεν μπορούν να μας τη γράψουν μαζί με το πατρικό σπίτι. Αλλιώς την περιμένουμε κι αλλιώς εμφανίζεται. Κι όταν δεν εμφανίζεται με τον αναμενόμενο τρόπο, δημιουργείται η εντύπωση πως δεν υπάρχει. Όμως, η αγάπη δεν έχει πρόθεση να φανεί. Ποτέ δεν ήταν αυτός ο σκοπός της.

Γεννημένοι και μεγαλωμένοι με την αίσθηση πως θα έχουμε ό,τι θελήσουμε με τον τρόπο που θα το ζητήσουμε, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα μεγάλο μάθημα· να δεχτούμε την αγάπη με τον τρόπο που θέλουν εκείνοι που μας αγαπούν να μας τη δώσουν. Κι αν έρθει λίγο διαφορετική, λίγο πιο απλή, κατεβάζουμε τα μούτρα κι αναρωτιόμαστε τι κάναμε λάθος. Η απάντηση βρίσκεται στην αλήθεια του κάθε ανθρώπου, στη διαφορετικότητα με την οποία αντιμετωπίζει τη ζωή και πού και πώς επιλέγει να εκδηλωθεί.

Στον αέναο κύκλο του ανθρώπινου πάρε-δώσε, υπάρχουν εκείνοι που βρήκαν ανοιχτά και μπήκαν, εκείνοι που έμειναν λίγο κι ύστερα έφυγαν ή τους έδιωξες εσύ μέσα από αφορμές και προφάσεις, εκείνοι που καθυστέρησαν αλλά βρήκαν το δρόμο ένα βράδυ Σαββάτου, όπως κι εκείνοι που προσπάθησαν να μείνουν ή οι άλλοι που δεν άφησες για κανένα λόγο εσύ. Όλους αυτούς κι άλλους πολλούς, πώς τους μετράς; Με ποιον τρόπο τους λογαριάζεις στο τέλος; Ο κύκλος δε θα σταματήσει ποτέ ν’ ανανεώνεται και το μέτρημα θα καταντά πάντοτε σπαστικό, γιατί δε θα ωφελεί κανέναν.

Εσένα σ’ έχουν γεμίσει με λέξεις, με πράξεις, με τραγούδια που στα δικά σου αυτιά δεν είχαν καμία σχέση με την αγάπη, όπως εσύ την ξέρεις ή την ήξερες; Σ’ έχουν αγαπήσει χωρίς να καταλαβαίνεις ότι σ’ αγαπούν; Δεν ξυπνάς από τέτοια μεθύσια, μα αν κάποια στιγμή κληθείς να ζήσεις χωρίς αυτά ή τα φέρει έτσι η ζωή μετατρέπεσαι σ’ ένα ανθρώπινο-συναισθηματικό κουβάρι που, τελικά, κατάλαβε όσα δυσκολευόταν πάντοτε ν’ αντιληφθεί. Αλίμονο αν αγαπούσαμε όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο! Ανάθεμα κι αν μπορούσαμε να εισπράξουμε την ίδια αγάπη όλοι κι από όλους.

Κι εδώ, αναρωτιέμαι, μήπως τελικά κι αυτό που αναμένουμε είναι αποτέλεσμα των όσων μας έχουν «μάθει» για το πώς είναι η αγάπη, τι γλώσσα μιλάει, τι ρούχα φοράει, τι δουλειά κάνει; Μπας και δεν άφησαν τίποτα στον κόσμο αυτό χωρίς να μας προτρέψουν να το παπαγαλίσουμε πρώτα; Και μήπως αποτύχαμε κι εμείς κάπου μέσα στην αδιάκοπη προσπάθειά μας να ξεφύγουμε από το βαρετό κι ενιαίο σύνολο που πάντοτε δεν αντέχαμε; Στο τέλος της ημέρας να θυμάσαι πως επειδή δε σε αγαπούν με τον τρόπο που θέλεις, δε σημαίνει πως δε σε αγαπούν με ό,τι έχουν μέσα τους.

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου