Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας, της ευκολίας και των αναλώσιμων. Άνθρωποι, προϊόντα κι ιδέες μετασχηματίζονται, αλλάζουν, αποσύρονται, παλιώνουν απ’ τη μία στιγμή στην άλλη κι αντικαθίστανται με απίστευτη ευκολία. Οι ανθρώπινες σχέσεις ακολουθούν κι αυτές τους ίδιους ρυθμούς της ταχύτητας, της ευκολίας, της επιφάνειας, του «άμα δε μας κάτσει, πάμε παρακάτω».

Στη φρενίτιδα ενός κόσμου που καταναλώνει αχόρταγα υλικά αγαθά, γινόμαστε ο homo urbanus, εθισμένοι στην επιδερμική ικανοποίηση της στιγμής που ερωτοτροπούμε και σχετιζόμαστε με τρόπους που προσομοιάζουν με αυτούς της οικονομίας της αγοράς. Βλέπουμε, θαμπωνόμαστε, θέλουμε, ορεγόμαστε κι αρπάζουμε. Με γουστάρεις σε γουστάρω, ψεκάστε, σκουπίστε και τελειώσαμε.

Προς θεού, δεν είμαι οπαδός του μεσαίωνα, της υποκρισίας ή της συγκράτησης της επιθυμίας, κάτω από ένα πέπλο καθωσπρεπισμού. Ωστόσο, κάπου χάσαμε τη γοητεία της εξερεύνησης, του ταξιδιού, της ανακάλυψης του άλλου. Κι εδώ ακριβώς η γλώσσα του φλερτ αλλοιώθηκε, ξέφτισε, φτώχυνε, ξέπεσε. Ο ενικός του συρμού, η οικειότητα που πολλές φορές ενοχλεί, του τύπου «αλήθεια, σε ήξερα κι από χτες;». Μια επιθετική πολιορκία με απώτερο σκοπό την ικανοποίηση του εδώ και τώρα.

Και κάπου κάποια στιγμή ξενερώνεις, το φλερτ χάνει τη γοητεία του, η περίοδος της εξερεύνησης, της έξαψης και της ονειροπόλησης, καθώς κι η αγωνία του παιχνιδιού, εξατμίζονται κι εσύ βαριέσαι. Βαριέσαι αφάνταστα να μπεις στο παιχνίδι και να υποκριθείς ρόλους. «Μια από τα ίδια» λες πάλι, δε βαριέσαι;

Κι έρχεται ξαφνικά μια άλλη γλώσσα, μια άλλη προσέγγιση, ένα άλλο ύφος, ένας διαφορετικός κώδικας επικοινωνίας που είναι σέξι, ενδιαφέρων, αφροδισιακός. Ο πληθυντικός της ευγενείας κι άλλοτε της αμηχανίας, ο πληθυντικός του «δεν είμαι και τόσο σίγουρος για τον εαυτό μου», ο δισταγμός, είναι ελιξίριο επιθυμίας. «Αν θα θέλατε, αν μπορούσατε, θα με συνοδεύατε;». Κοιταζόμαστε και μεταφερόμαστε κάπου αλλού, μακριά απ’ τη βουή του πλήθους, μακριά απ’ τα ίδια, τα καθημερινά, τα τετριμμένα, αυτά που ξέρουμε, που είδαμε, ζήσαμε και μπουχτίσαμε, που τα βαρεθήκαμε. Και μπαίνουμε ξανά στο παιχνίδι.

Η γλώσσα λένε οι ειδικοί δεν είναι απλά ένα επικοινωνιακό εργαλείο, οι λέξεις κουβαλούν μαζί τους ιδέες, συναισθήματα, ήχους, χρώματα κι ήθη. Με τις λέξεις σκεφτόμαστε κι επικοινωνούμε, συνυπάρχουμε, κλαίμε, γελάμε, αγαπάμε. «Με τόσα χρώματα που ντύθηκαν οι λέξεις πώς να σου πω το «σ’ αγαπώ» να με πιστέψεις» τραγουδάει ο Αλκίνοος. Οι λέξεις, στην τελική, πυροδοτούν τα εγκεφαλικά μας κύτταρα κι αυτά με τη σειρά τους μεταφέρουν αντιδράσεις στο σώμα μας.

Ο πληθυντικός κι η ευγένειά του –η γνήσια, όχι η ψεύτικη, η υποκριτική, η σιχαμερή και δουλοπρεπής– μπορεί να μας γοητεύσει, να μας εξιτάρει, να μας διεγείρει. Αυτό το παιχνίδι με την απόσταση που τάχα προκαλούν οι λέξεις κι οι τύποι κι αυτή η αίσθηση στην ατμόσφαιρα πως επιθυμείτε να έρθετε απειλητικά κοντά, αυτή η μικρή ειρωνεία πίσω από κάθε προσφώνηση επιθέτου που καμουφλάρει μια μεγάλη επιθυμία να ουρλιάξεις ένα όνομα σε μια στιγμή κορύφωσης. Μια διέγερση γλυκιά, αισθησιακή μα αργή και νωχελική, που έχει βάθος κι ένταση, που θέλει να απολαύσει όλη τη διαδρομή.

Σίγουρα δεν έχει αυτό που έχουμε συνηθίσει, αυτό που μας κατακλύζει από παντού ως ωμή επιθυμία. Δε βιάζεται και δεν κουβαλά την πείνα που θέλει να κορεστεί εδώ και τώρα με ένα σνακ στο πόδι, ίσα για να γεμίσει το στομάχι  με οτιδήποτε. Ο πληθυντικός θέλει να χορτάσει με ένα εκλεκτό πιάτο, με ένα ποτήρι καλό κρασί, αφορά δύο σώματα που έχουν τη διάθεση να φλερτάρουν, να ξυπνήσουν όλες τις αισθήσεις, τη γεύση, την ακοή, την όραση και την αφή, χωρίς να τρέχουν σαν κυνηγημένοι.

Ο πληθυντικός ερεθίζει τις αισθήσεις και ξυπνά ακόμα και το τελευταίο τους κύτταρο κι έτσι το παιχνίδι του φλερτ αποκτά ένταση, μυρωδιές ξεχασμένες, χρώματα κι αρώματα κι αποχρώσεις που ούτε καν υποψιαζόμαστε πως έχει το ηλιοβασίλεμα ή το πρωινό ξύπνημα.

Ο πληθυντικός είναι μάλλον ερεθιστικός, όχι απλώς σέξι. Σέξι είναι το γρήγορο που λαχανιάζει σπασμωδικά, μια εκσπερμάτωση στιγμιαία, που μετά οι αισθήσεις κοιμούνται μέχρι την επόμενη φορά. Δε μας αρέσει η λέξη σέξι, δε θα μας ταίριαζε ποτέ, δεν είναι καν ελληνική. Δηλώνει μια ξενόφερτη επιδερμική αγωνία που τρέχει ασταμάτητα, που ξέχασε να βλέπει, να μυρίζεται, να ακούει και να αισθάνεται. Ας προτιμήσουμε τη λέξη ερωτικός ή αισθησιακός. Ναι, λοιπόν, ο πληθυντικός δεν είναι σέξι. Είναι ερωτικός κι απόλυτα αισθησιακός.

Συντάκτης: Μύρια Κυριάκου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη