Κάθε φορά που μας ρωτάνε τι θεωρούμε ενδιαφέρον σε ένα πρόσωπο, η πιο συχνή απάντηση που δίνουμε είναι τα μάτια. Λογικό όλα τα φώτα να πέφτουν πάνω τους, αφού διαφέρουν τόσο σε είδος, χρώμα, σχήμα κι όλοι σχεδόν πιστεύουμε πως είναι ο καθρέφτης της ψυχής.

Ανήκα κι εγώ σ’ αυτή την κατηγορία, μέχρι που γνώρισα εσένα. Μέχρι που είδα το δικό σου πρόσωπο και για πρώτη φορά δεν παρατήρησα ούτε στιγμή τα μάτια σου. Αυτή τη φορά κέρδισαν την προσοχή μου τα χείλη σου. Αυτές οι δύο γραμμές στο πρόσωπό σου που ευθύνονται για όλα όσα νιώθω.

Τα χείλη, μια λέξη –καθόλου τυχαία– πολυτραγουδισμένη. Από «ξερά και διψασμένα» μέχρι «κατακόκκινα που στοιχειώνουν το μυαλό». Έτσι και το δικό μου, το στοίχειωσαν απ’ την πρώτη στιγμή.

Λένε πως η μεγαλύτερη ευτυχία για έναν άνθρωπο είναι να νιώθει ελεύθερος, μα εγώ νιώθω γεμάτη κι είμαι πλήρης κάθε φορά που με σκλαβώνουν τα χείλη σου. Μου φαίνεται αδύνατο να τα ξεχάσω. Όταν τα σκέφτομαι, δαγκώνω τα δικά μου και κάθε φορά που τα φιλώ θυμάμαι πώς είναι να νιώθεις αυτές τις περίφημες ιπτάμενες παρουσίες στο στομάχι.

Τα χείλη σου χωράνε όλα τα συναισθήματά σου. Τα δαγκώνεις όταν θυμώνεις, τεντώνονται κάθε φορά που χαμογελάς και κάπως έτσι έχουν γνωρίσει τον υπερθετικό βαθμό των δικών μου συναισθημάτων. Με κάνουν να σκέφτομαι, να σκέφτομαι πολύ, κάθε απόχρωσή τους. Θυμίζουν παιδική ζωγραφιά! Μπερδεμένα μα όμορφα. Μουντά μα την ίδια στιγμή πολύχρωμα. Γίνονται μπλε όταν θυμώνεις και κόκκινα όταν με κοιτάς. Μου χαρίζουν έντονα χρώματα και μου θυμίζουν πόσο σπουδαίο είναι να ζεις πολύχρωμα σε έναν κόσμο που είναι καταδικασμένος να δείχνει ασπρόμαυρος.

Τα χείλη σου θυμίζουν έκρηξη. Μπαμ, και μέσα τους καθρεφτίζεται το αέναο χάος που λατρεύω! Θέλω αυτό το χάος να μπορώ να το βλέπω, έχω ανάγκη να το αγγίζω, να το ζω, να το γεύομαι και να το έχω δικό μου. Να μου ανήκει ολοκληρωτικά κι ας μιλάω τώρα εγωιστικά. Τι είναι, εξάλλου, ο έρωτας; Ένας κτητικός εγωιστής του κερατά που τα θέλει όλα δικά του στον υπέρτατο βαθμό.

Όλα αυτά είναι όσα δεν πρέπει να σου πω. Όλα όσα δεν πρέπει να ξέρεις για μένα για να μη με θεωρήσεις ανοιχτό βιβλίο παραδομένο στα χέρια σου. Μα δε με νοιάζει! Ποτέ δε με ένοιαζε το πρέπει -μόνο τι θέλω. Ποτέ τα «μην» και τα «δεν». Δεν ταιριάζουν αυτά στον έρωτα. Είναι τόσο απόλυτος κι ασύλληπτος από μόνος του που τίποτα άλλο δε χωράει στην απολυτότητά του.

Μείνε. Θέλω αυτόν τον έρωτα στη ζωή μου. Μείνε γιατί τα χείλη σου ταιριάζουν τέλεια με τα δικά μου, σαν κομμάτια από παζλ που βρήκαν το ένα το άλλο και κλακ, δεθήκαν. Και ξέρεις, μόνο δύο κομμάτια ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους. Δύο μοναδικά κομμάτια ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα.

Δεν είναι τυχαίο που τα χείλη σου έγιναν η αιτία να ξεχάσω όλα τα προηγούμενα μάτια που συνάντησα στη ζωή μου. Δεν είναι τυχαίο που μου κλέβεις απανωτά ανάσες και μου τις δίνεις πίσω με ένα φιλί. Ένα δικό μας φιλί μοιάζει με ολόκληρη διαδρομή. Ένα τεράστιο ταξίδι στον πιο ονειρικό προορισμό. Γιατί αν ο παράδεισος είναι εκεί που χαμογελάει η ψυχή σου, όπως λένε, η δική μου χαμογελάει κάθε φορά που σε φιλάω.

Θέλω τα χείλη σου να μου λένε καλημέρα και καληνύχτα. Να μου ψιθυρίζουν στο αφτί όλα σου τα μυστικά κι όλα σου τα όνειρα. Κι όταν δεν μπορούν να αρθρώσουν λέξεις, να μου δείχνουν όλα όσα φοβάσαι ή ντρέπεσαι να πεις με λόγια.

Γι’ αυτό σου το ξαναλέω, μείνε. Μείνε και «φίλα με να δεις πώς αισθάνομαι» και «κοίτα με, σαλπάρω και χάνομαι». Σβήσε κάθε πόνο της καρδιάς μου κι έλα να αφήσεις κάθε σημάδι των φιλιών σου, στο κορμί μου.

 

Συντάκτης: Μύρια Κυριάκου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη