Σε κοίταζα απ’ την άκρη του μαγαζιού. Ήσουν με τους φίλους σου και γελούσες -αυθόρμητα, παιδικά. Αυτό το χαμόγελο, πόση αδυναμία του έχω! Τόση που χρειάστηκε να πιέσω πολύ τον εαυτό μου για να μην έρθει να σου μιλήσει. Κι ύστερα πίεσα ακόμα πιο πολύ τον εαυτό μου για να μην ξεκινήσει να σε χαζεύει. Για να μη σου χαμογελάσω. Για να κάνω πως δεν υπάρχεις. Κι αποκλείεται όλο αυτό να ‘ναι μονόδρομο. Αποκλείεται να μην προσπάθησες κι εσύ να παραστήσεις τον χαλαρό.

Αποκλείεται να βρισκόμαστε μέσα στο ίδιο κτήριο και να μη θέλεις να με χαζέψεις. Να μη θέλεις να με κοιτάξεις. Να μη θέλεις να με αγγίξεις. Να μη θέλεις να χαθούμε μόνοι μας. Επειδή εγώ θέλω. Επειδή εγώ πάντα ήθελα. Και με βασανίζει το πώς εσύ τα κατάφερες. Το πώς σου έγινα τόσο αδιάφορη.

Και θέλω να ‘ρθω δίπλα σου. Να σου φωνάξω. Αυτό το τόσο απλό αλλά κι αληθινό. Αυτό που με βασανίζει, που με καίει. Αυτό το «έλα». Που με κάνει να σκέφτομαι αν το είχα πει τότε, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα τώρα. Πόσο αλλιώτικα θα ‘ταν όλα, αν κάποιος από τους δυο μας το είχε κάνει. Μα δεν το έκανε, κανένας μας.

Θα κοιτιόμασταν χωρίς φόβο. Θα σου χαμογελούσα χωρίς αμφιβολίες. Θα χωνόμουν στην αγκαλιά σου, όταν θα φοβόμουν. Θα περπατάγαμε την ηλιόλουστη Αθήνα, μαζί, πλάι-πλάι. Θα τρώγαμε βλακείες. Θα χαζεύαμε τον ουρανό τα βράδια. Θα μπορούσα απλά να σου στείλω ένα μήνυμα όποτε το ήθελα. Θα σβήναμε το πάθος μας ο ένας στο κορμί του άλλου. Θα απολαμβάναμε ένα ποτήρι κρύο κρασί δίπλα απ’ τη θάλασσα.

Όμως δεν το έκανα. Δεν το έκανα ποτέ μου. Δεν έπαιξα όλα μου τα χαρτιά. Πήγα πάσο, όταν έπρεπε να βγάλω το σώμα μου και να πέσω με όλη την ορμή που είχα πάνω στα κύματα, κι ας μην ξέρω κολύμπι. Αποφάσισα να μη μιλήσω. Όταν ίσως τα σώματά μας φώναζαν, βυθίστηκα σε ασφαλείς σιωπές. Αποφάσισα να τρέξω και να χαθώ μέσα στις σκέψεις μου. Όταν σε ένοιαζαν μόνο οι σκέψεις μου. Ίσως χάσαμε κι από φόβο, τελικά.

Σίγουρα έχασα, δηλαδή. Επειδή πλέον μπορώ μόνο στα κρυφά να σε κοιτώ. Κι αυτό ίσως μονό καλό δε μου κάνει. Γιατί βυθίζομαι κι άλλο σε αυτό το όνειρο. Σε αυτό το όνειρο που θα το ζούσα, αν σου είχα πει αυτό το τόσο απλό, το τόσο αληθινό «έλα». Και τώρα το ζω μονάχα στα όνειρά μου. Και τώρα ξέρω ότι δε θα γίνει ποτέ η πραγματικότητά μας. Και τώρα ξέρω πως τίποτα δε γίνεται να αλλάξει.

Και θα έκανα πολλά. Ίσως και τα πάντα. Για να πήγαινα πίσω σε εκείνο το βράδυ. Και να σου φώναζα «έλα». «Φύγε απ’ τα πάντα. Δε με νοιάζει τι κάνεις. Δε με νοιάζει με ποιον είσαι. Έλα απλά κοντά μου». Κι αν το ‘χα πει, θα είχες έρθει; Θα ήσουν άραγε τώρα εδώ; Θα έσβηνα τις σκέψεις μου πάνω σου κι όχι σε άλλο ένα τσιγάρο; Θα καίγαμε, μάλλον, ο ένας διπλά στον άλλον; Έλα, επειδή το πάθος μου χωρίς εσένα δεν υπάρχει.

Πόσα πράγματα θα ήταν διαφορετικά; Κι αυτό που με βασανίζει, αυτό που τόσο με κάνει να φοβάμαι, είναι η ιδέα του ότι δε χάσαμε. Η ιδέα ότι το άρωμά μου μπορεί να σε βασανίζει ακόμα. Η ιδέα ότι το άγγιγμά μου μπορεί να σε ταξιδέψει, ακόμα. Άλλα, μωρό μου, πλέον φοβάμαι. Πλέον φοβάμαι να παίξω. Δεν ξέρω αν μου έμεινε και κάτι άλλο να παίξω. Αλλά είναι ακόμα στο μυαλό σου, όπως είναι στο δικό μου;

Επειδή θέλω απλά να σου ψιθυρίσω αυτό το «έλα» όσο απολαμβάνω το βλέμμα σου. Δε θα το κάνω όμως. Όχι επειδή πάω πάσο. Όχι επειδή παίζω εκ του ασφαλούς. Όχι επειδή το σώμα μου δεν αναζητάει όσο τίποτα άλλο το όνειρό μας -κι αν όχι «μας», τουλάχιστον «μου». Αλλά επειδή φοβάμαι. Και δε φοβάμαι ούτε την απόρριψη, ούτε το να δώσω χωρίς αντάλλαγμα. Φοβάμαι μήπως χάσω αυτό το τίποτα που μου έχει μείνει, έτσι.

Κι απλά θα σε κοιτώ. Και τα μάτια μου, αν τα κοιτάξεις, στο φωνάζουν. Και το σώμα μου το επιζητεί. Και το μυαλό μου το έχει ανάγκη. Και καθώς σε κοιτάω όλο μου το είναι θα φωνάζει «έλα». Έτσι όπως έπρεπε να είχα κάνει εκείνο το βράδυ. Κι απλά εύχομαι μια μέρα, κάποτε, να μου το ψιθυρίσεις. Γιατί, δε γίνεται, βασανίζει μόνο έμενα η ιδέα του «εμείς», μωρό μου;

 

Συντάκτης: Νταϊάνα Κραέτε
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη