Υποθετικό σενάριο νούμερο 1. Επιστρέφεις πτώμα απ’ τις δουλειές σου, εκεί γύρω στο μεσημεράκι. Τρως, συμμαζεύεις λίγο και λες να πάρεις έναν μεσημεριανό υπνάκο στην καλύτερη ή έστω να χαλαρώσεις στον καναπέ χαζεύοντας στην τηλεόραση. Κι εκεί που είσαι ένα βήμα προτού κλείσεις τα μάτια σου, χτυπάει το τηλέφωνο. Τρέχεις να το σηκώσεις κι ακούς μια κυρία στη γραμμή να σε ενημερώνει ότι είσαι ο τυχερός υπερνικητής που μετά από «τυχαία» κλήρωση κερδίζει ένα δωρεάν smartphone. Ακούς και δεν ξέρεις αν πρέπει να χαρείς ή να κλάψεις απ’ τα νεύρα σου καθώς κοιτάς την ώρα. Σημειωτέον είναι 3:30 μ.μ.

Υποθετικό σενάριο νούμερο 2.
Ξυπνάς μέσα στη νύχτα από θόρυβο από τους πάνω. Ακούς τη γειτόνισσα να περπατάει με τα τακούνια της στις 4 το πρωί. Αντιπαρέρχεσαι το γεγονός ότι περπατάει με τα παπούτσια μέσα στο σπίτι και στέκεσαι στην ώρα. Θα γύρισε από έξοδο, σκέφτεσαι και γυρνάς πλευρό να κοιμηθείς. Αμ δε! Συνεχίζει να σουλατσάρει ενώ το ρολόι δείχνει 5. Σου’ χουν γίνει τα νεύρα κρόσια. Ήθελα να’ ξερα βίτσιο το’ χει να ακούει το τάκα-τάκα απ’ τα τακουνάκια της 5 η ώρα τα χαράματα; Εμάς τους υπόλοιπους δε μας σκέφτεται; Μηδέν σεβασμός.

Σενάρια όχι και τόσο υποθετικά, αλλά με κοινό παρανομαστή την ώρα κοινής ησυχίας. Έννοια άγνωστη στους περισσότερους από τότε που αποφασίσαμε να μαζευτούμε σωρηδόν στα αστικά κέντρα. Γίναμε άραγε πάρα πολλοί κι είναι αναπόφευκτο ότι θα ενοχλούμε ο ένας τον άλλον ή απλώς ορισμένοι από μας μεγαλώσαμε και παραξενέψαμε σαν την Κατερίνα Γιουλάκη στο «Ρετιρέ»; Όποια κι αν είναι η αιτία, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει.

Τηλεφωνήματα και κουδούνια που βαράνε μέσα στο καταμεσήμερο για το τίποτα, τέντες να ανεβοκατεβαίνουν κι έπιπλα να σέρνονται μονίμως από θορυβοποιούς γείτονες τις πιο ακατάλληλες ώρες, κάτι καυτά καλοκαιρινά βράδια με ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες και τους απέναντι να δίνουν μάχη και ρεσιτάλ ερμηνείας, βάλε και σκυλιά, γατιά, πουλιά στα παραδίπλα μπαλκόνια να λυσσάνε κάθε φορά και το νευρικό κλονισμό δεν το γλιτώνεις.

Για να μην κάνεις κανένα φονικό απ’ την ταραχή, το άγχος και την υπερένταση που βιώνεις, σκέψου πιο δημοκρατικές και καθ’ όλα νόμιμες οδούς να εφαρμόσεις. Μπορείς, για παράδειγμα, ν’ αρπάξεις ένα σκουπόξυλο και ν’ αρχίσεις να βαράς κι εσύ ταβάνια ή το άλλο το αξεπέραστο: πατάς κουδούνι του θορυβώδους γείτονα και το σφηνώνεις με οδοντογλυφίδα.

Μπορείς φυσικά να το συζητήσεις, να καλέσεις την Αστυνομία ή να κάνεις ακόμα και μήνυση. Όλα είναι θέμα της οπτικής σου γωνίας και των αντοχών σου στην προσπάθεια να συνετίσεις τον παραβάτη γείτονα. Ως προς τα τηλεφωνήματα, τα πράγματα είναι πιο απλά. Απλώς κατεβάζεις το τηλέφωνο και ξενοιάζεις.

Παλιά οι άνθρωποι ήμασταν πιο ευσυνείδητοι σε τέτοιου είδους ζητήματα. Γενικώς είχαμε συνείδηση. Λειτουργούσαμε με σεβασμό που εφαρμόζαμε καταρχήν σ’ εμάς και το σπιτικό μας κι ύστερα στους γύρω μας. Λίγος παραπάνω θόρυβος να γινόταν και σκεφτόμασταν πρώτα τους άλλους. Απ’ την άλλη, ήμασταν κι η πλειοψηφία των ανθρώπων τέτοιων που δε θέλαμε να ενοχλούμε τους γείτονες, φίλους και συγγενείς σε ακατάλληλες ώρες. Ήταν ιερή η ώρα της μεσημεριανής σιέστας, τότε που όλοι σχεδόν αποσύρονταν άλλος για να κοιμηθεί, άλλος να διαβάσει τα μαθήματά του κι άλλος να συζητήσει χαμηλόφωνα με το σύντροφό του. Δεν ενοχλούσαμε και δε μας ενοχλούσαν.

Ένας ταραχοποιός γείτονας να υπήρχε λόγου χάρη, που να έβαζε μουσική στη διαπασών και τον βάζαμε όλοι στη θέση του. Τώρα όχι μόνο παρατήρηση δε θα δεχόταν αλλά πλέον η βάρκα έχει γείρει απ’ την άλλη πλευρά. Θες είναι η ασέβεια, η έλλειψη παιδείας, οι γρήγοροι κι έντονοι ρυθμοί που δε μας επιτρέπουν να πάρουμε μια ανάσα, το συμπέρασμα είναι ένα. Έχουν γίνει τόσοι πολλοί πια αυτοί που παραβιάζουν τις ώρες κοινής ησυχίας που ο μόνος παράξενος της ιστορίας είναι αυτός που ενοχλείται απ’ τους θορύβους που προκαλούν οι υπόλοιποι.

Κι αναφέρομαι σε παραβίαση, γιατί η διατάραξη τις ώρες εκείνες αφορά πταίσμα και οι συστηματικά θορυβώδεις διώκονται ποινικά, σύμφωνα με την Αστυνομική διάταξη 3 του 1996. Νομοθεσία ολόκληρη δηλαδή, για κάτι τόσο αυτονόητο κι όμως απ’ ό,τι φαίνεται μόνο αυτονόητο δεν είναι για τους περισσοτέρους που θεωρούν πως η ησυχία τις ώρες 3-5 το μεσημέρι και 11-7 το βράδυ είναι προαιρετική.

Η πολυπόθητη ησυχία είναι ανάγκη και δικαίωμα. Του κάθε εργαζόμενου που γυρνάει σπίτι του να κλίνει την κεφαλή του και να κλείσει ένα τέταρτο τα μάτια του, της κάθε νοικοκυράς που δικαιούται να χαλαρώσει διαβάζοντας ή χαλαρώνοντας όπως αυτή νομίζει μετά από μια γεμάτη μέρα, του κάθε μαθητή που χρειάζεται να πέφτει νωρίς για ύπνο για να μπορέσει να ξυπνήσει και νωρίς, του καθενός ανεξαιρέτου, με λίγα λόγια, που προσπαθεί να εξασφαλίσει δυο στιγμές ηρεμίας για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο full time πρόγραμμά του.

 

Επιμέλεια Κειμένου Νικολέτας Παπουτσή: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Νικολέτα Παπουτσή