Κάθε σχέση από κάτι κυριαρχείται. Στις σπάνιες κι ουσιαστικές σχέσεις κυριαρχούν οι αξίες κι οι αρχές, αρκεί να είναι από κοινού αποδεκτές κι εφαρμόσιμες. Πράγματα όπως η αγάπη, ο σεβασμός κι η καλή επικοινωνία όταν προέρχονται κι απ’ τους δυο, είναι βέβαιο πως η σχέση παρά τη διαφορετικότητα των χαρακτήρων θα θεωρηθεί πλήρης, ίση κι ευτυχισμένη. Αν υπάρξει οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ αυτά, τότε μιλάμε για άνισες σχέσεις που βασίζονται σε παράπονα, ανεκπλήρωτες προσδοκίες κι οφέλη είτε υλικά είτε συναισθηματικά.

Στις ισότιμες σχέσεις το ενδιαφέρον είναι αβίαστο κι ανιδιοτελές, η αγάπη αυτονόητη κι ανάλογη της συμπεριφοράς και γενικώς τα συναισθήματα που αναπτύσσονται είναι αληθινά, αμοιβαία κι έντονα.

Απ’ την άλλη μεριά, έχουμε εκείνες τις σχέσεις στις οποίες επικρατεί ο ανθρώπινος παράγοντας και τα ατομικά συμφέροντα. Η αλήθεια είναι πως όλοι όσοι μπαίνουμε σε μια σχέση κάτι ζητάμε, κάπου αποβλέπουμε. Αν αποβλέπουμε σε κάτι άλλο πέρα απ’ το να αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε και μάλιστα κάνοντάς το με το σωστό τρόπο, τότε η σχέση πέρα από άνιση κι αδύναμη είναι και καταδικασμένη ν’ αποτύχει.

Σχέσεις στις οποίες ο ένας ή κι οι δυο ψάχνουν να βρουν χορηγό για να κάνουν τη λεγόμενη «καλή ζωή» και να κοιτάξουν τη βολή τους, προσδοκούν να καλύψουν ακάλυπτα συναισθηματικά κενά, αποβλέπουν να πουλήσουν μόστρα στο σόι ή στον κόσμο ή απλά σκοτώνουν την ώρα τους για να μην είναι μόνοι, είναι σχέσεις ανομοιόμορφες έως προβληματικές.

Αν έστω ένας απ’ τους δυο έχει κάτι απ’ τα παραπάνω στο μυαλό του ή απλώς τύχει να ερωτευτεί κάποιον που σκέφτεται έτσι, αυτό θα φανεί ξεκάθαρα στην πορεία της σχέσης. Κάποιος θα νοιάζεται λιγότερο, θα κάνει δυσκολότερα υποχωρήσεις και θ’ αποτυχαίνει να ενωθεί ουσιαστικά με τον άλλον κι ας διατυμπανίζει το αντίθετο.

Θα είναι αυτός που θ’ αρχίσει να ζορίζεται, θα είναι λίγο στην κοσμάρα του και θα θέλει τον άλλον να τρέχει διαρκώς από πίσω του κάνοντάς του τα χατίρια. Θα ζητάει να πάρει χωρίς να είναι διατεθειμένος να δώσει τα αντίστοιχα. Θα απαιτεί σεβασμό, θα παραπονιέται ότι δεν έχει την ανάλογη προσοχή, θα τα θέλει όλα μονά-ζυγά δικά του.

Με τον τρόπο αυτό και χωρίς να γίνεται καλά-καλά αντιληπτό, η σχέση γίνεται άνιση και μετατρέπεται σε παιχνιδάκι εξουσίας. Ποιος θα επικρατήσει έναντι του άλλου; Τίνος θα του γίνονται οι χάρες και με τι μέσα; Ποιανού θα περνάει το δικό του σε ό,τι έχει ανάγκη κι επιθυμεί;

Το παράδοξο του πράγματος εδώ είναι ότι θα ανάμενε κανείς πως αυτός που επηρεάζει περισσότερο τη σχέση είναι ο δυναμικός, αυτός που ενδιαφέρεται πραγματικά να πετύχει η σχέση κι ενδεχομένως να τρέφει πιο αληθινά και δυνατά αισθήματα. Όμως όχι, η σχέση τελικά θα οριστεί με το ρυθμό εκείνου που νοιάζεται λιγότερο, εκείνου που θέτει τις βάσεις και τα όρια ώστε ο άλλος να πλησιάζει μέχρι εκεί που του επιτρέπεται.

Πάντοτε οι δικές του ανάγκες κι επιθυμίες στο προσκήνιο μην τυχόν και δεν ικανοποιηθούν, λες κι ο άλλος δεν έχει εξίσου αντίστοιχες ανάγκες. Περνιούνται ότι είναι πιο ευαίσθητοι και πιο αδύναμοι, τους οποίους «οφείλουν» οι άλλοι να προσέχουν μην τυχόν και σπάσουν, μην τυχόν και προσβληθούν και πληγεί ανεπανόρθωτα το μέσα τους.

Ενδεχομένως είναι αυτοί που δε νιώθουν το ίδιο ερωτευμένοι ή αν μιλούμε για οποιαδήποτε άλλη σχέση δεν τρέφουν πραγματικά τα ίδια αισθήματα συμπάθειας ή αγάπης προς το άλλο πρόσωπο. Είτε είναι ασυνείδητα ή συνειδητά εγωκεντρικά άτομα που διψούν να πάρουν, να καλύψουν τις ανάγκες τους και να επιβεβαιωθούν. Δε σκέφτονται πως οι σχέσεις δεν είναι χρέη που τους οφείλονται από κανέναν ευεργέτη φίλο, σύντροφο ή συγγενή που βρέθηκε στο δρόμο τους για να τους τα εξοφλήσει.

Αρνούνται να συνειδητοποιήσουν πως τις σχέσεις τις συνάπτουμε για να περνάμε καλά κι όχι να στεκόμαστε όλο παράπονο στο τι μας δίνει ο άλλος. Ξεχνούν πως ο άλλος έχει κι αυτός τους δικούς του περιορισμούς και στο κάτω-κάτω όσο μπορεί και θέλει να δώσει, θα το δώσει. Δεν είναι υποχρεωμένος κανείς στον κόσμο να δώσει κάτι το οποίο αδυνατεί για τους δικούς του λόγους.

Επομένως, δεν είναι να υποτιμάμε τη δύναμη του πιο αδύναμου. Ο αδύναμος ελέγχει, κατευθύνει και ζορίζει τη σχέση πηγαίνοντάς την εκεί που αυτός θέλει. Μας ξεκουφαίνει με λόγια αγάπης κι ίσως κινήσεις γενναιοδωρίας, αλλά σε συναισθηματικό επίπεδο μας ρουφάει κάθε ίχνος ενέργειας με σκοπό να ζούμε αποκλειστικά για να τον βοηθούμε, να τον στηρίζουμε και να τον νταντεύουμε.

Στις σχέσεις αμοιβαίας αγάπης τα πράγματα είναι ξεκάθαρα κι αυταπόδεικτα, τσουλάνε από μόνα τους χωρίς τη δική μας παρέμβαση. Αν υπάρχει εγκεφαλική ταύτιση, αν υπάρχουν δυο κοινές αρχές κι αμοιβαίο νοιάξιμο δε χρειάζονται να ειπωθούν λόγια, δε χρειάζεται καν προσπάθεια να ανταποκριθεί ο ένας στις προσδοκίες του άλλου. Θα γίνεται αυτόματα.

Δε θα ζητηθεί τίποτα και δε θα μπει κανείς στη διαδικασία να ρωτήσει για παράδειγμα γιατί δεν του τηλεφωνεί ο άλλος ή δεν του στέλνει μήνυμα, γιατί θα το έχει ήδη κάνει. Αν δεν το κάνει πάει να πει πως δε νιώθει το ίδιο, πράγμα απολύτως φυσιολογικό.

Φυσιολογικό όμως δεν είναι να παραμένουν δυο άνθρωποι μαζί σε μια άνιση σχέση έχοντας απαιτήσεις ο ένας απ’ τον άλλον με τον πιο «αδύναμο» να μας λιβανίζει για την αγάπη του τη στιγμή που εμείς δε βλέπουμε κάτι αντίστοιχο στην πράξη.

Κι αυτό γιατί μια ανισότιμη σχέση όπως είπαμε θυμίζει παιχνίδι εξουσίας, κι όπως κάθε παιχνίδι, είναι προορισμένο να τελειώσει και μάλιστα στην προκειμένη χωρίς νικητή. Γιατί κάθε σχέση που εξουσιάζεται από οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ την αγάπη είναι σχέση ήδη χαμένη.

 

Επιμέλεια Κειμένου Νικολέτας Παπουτσή: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Νικολέτα Παπουτσή