Τα πρώτα σκιρτήματα έκαναν την εμφάνισή τους στην καφετέρια που δουλεύει εκείνη. Εκείνος ερχόταν συχνά είτε με την παρέα του είτε με την κοπέλα του, η σχέση του όμως μαζί της ήταν τελειωμένη από καιρό. Ως τότε δεν είχαν ανταλλάξει κάτι παραπάνω από χαμόγελα οι δυο τους. Είχε κι ένα παραπάνω συν, τη μοϊκάνα, μεγάλο φετίχ της κι έτσι ήταν αδύνατο να μην τον προσέξει.

Ένα βράδυ όμως, ενώ εκείνος καθόταν έξω με έναν φίλο κάτι την ώθησε να καθίσει μαζί τους και να μιλήσει. Τότε είχε παραμείνει αμίλητος όμως αργότερα της είπε πως από εκείνη τη νύχτα είχε συνέχεια την επιθυμία να την πλησιάσει. Και δεν άργησε να το κάνει. Εκείνος 19 εκείνη 23. Χαρακτηριστικό του ήταν όμως, ότι από ένα σημείο και μετά δεν κολλούσε πουθενά.

Ήταν αρκετά τα βράδια που είχε περάσει μόνος του στο μπαρ και μιλούσαν οι δυο τους. Δε δίσταζε να την φλερτάρει, δε δίστασε ούτε να της μιλήσει για την ήδη τελειωμένη του σχέση και παραδέχτηκε πως δεν κατάφερνε να βάλει ένα τέλος κι ας ένιωθε κενός. Ήταν αφοπλιστικά ειλικρινής, της τα είπε όλα από την αρχή. Όμως τίποτε από όλα αυτά δε χάλασε την όμορφη ατμόσφαιρα ανάμεσά τους και το διακριτικό του φλερτ απέναντί της.

Υπήρχαν φορές που εκείνη σκεφτόταν έντονα τη διαφορά της ηλικίας τους. Ήταν μικρός βλέπεις. Πόσο να σταθεί κανείς όμως σε ηλικίες και στερεότυπα όταν γουστάρει πραγματικά;  Έτσι, ένα βράδυ χωρίς υπεκφυγές του έσκασε την ερώτηση: «Θέλεις να έρθεις το βράδυ από το σπίτι μου;» Της αρνήθηκε ευγενικά δίνοντάς της την υπόσχεση πως ένα άλλο βράδυ θα το έκανε. Δεν είχε δικαιολογία για την κοπέλα του κι αυτό τον σταμάτησε κι ας την ήθελε τόσο. Αυτό το άλλο βράδυ δεν άργησε να έρθει. Την επόμενη ακριβώς μέρα της έκανε ο ίδιος την πρόταση και η νύχτα τους βρήκε στο σπίτι της μαζί. Οι συναντήσεις τους, τόσο αυτή όσο και δυο-τρεις επόμενες που ακολούθησαν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «φιλικές».

Μια συζήτηση μέσω facebook ένα επόμενο βράδυ έγινε αφορμή να της εξομολογηθεί ότι του άρεσε. Εκείνη κώλωσε. Ήθελε όμως να διαπιστώσει τα δικά του κότσια. Τα κότσια του «μικρού». Έτσι την επόμενη μέρα που επικοινώνησε μαζί της φρόντισε να τον ενημερώσει πως ήταν μόνη στο σπίτι. Ζήτησε να πάει να τη βρει και όταν συναντήθηκαν -αφοπλιστικά ειλικρινής όπως πάντα- της αράδιασε μέσα σε έναν δεκάλεπτο μονόλογο όλα όσα του άρεσαν επάνω της.

Τι άλλο να κάνει από το να κοιτάζει κατακόκκινη το πάτωμα καθώς άκουγε από το στόμα του το εγκώμιό της; Αλλά και πόσο ακόμη να κρατηθεί κανείς. «Αυτό ήταν!» είπε από μέσα της. Κι εκείνο το βράδυ πήρε την απόφαση να το ζήσει με τα χίλια κι όπου βγει. Έμεινε μαζί της κρυφά έξι βράδια αφού ακόμη μοιραζόταν το σπίτι του με τους γονείς του. Από τότε τα κορμιά τους δεν ξεκόλλησαν και σήμερα δηλώνει ευθαρσώς ερωτευμένη με το «μικρό». Ναι, το ένιωσε από πολύ νωρίς, αυτά δεν έχουν χρονοδιαγράμματα εξάλλου.

Ενώ χώρισε την κοπέλα του αμέσως, η κατάστασή τους για κάποιο διάστημα δεν ήταν εύκολη. Η κοπέλα δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση και έμοιαζε κατά κάποιον τρόπο για λίγο καιρό να παριστάνει πως είναι και μαζί της. Τίποτε όμως δεν ήταν ικανό να σταθεί εμπόδιο ανάμεσά τους. Αποφάσισε να σταθεί δίπλα του και να το ξεπεράσουν όλο αυτό μαζί γιατί ήξερε πολύ καλά ότι την ήθελε όπως κι εκείνη ήθελε αυτόν. Για την ίδια έτσι εκφράζεται η διεκδίκηση και το ενδιαφέρον. Με το να λες σε αυτόν που θέλεις ότι είσαι μαζί του γιατί έχεις επιλέξει να είσαι μαζί του ανεξάρτητα από το τι θα αποφασίσει τελικά αυτός. Υπήρχαν και τα σκοτεινά σημεία ανάμεσά τους τότε, δεν τα απέφυγαν. Πάντα όμως γυρνούσε σ’ εκείνη, μαζί της ένιωθε ελεύθερος, ένιωθε ο εαυτός του.

Και παραμένει εκεί για τους ίδιους λόγους. Περνάνε όμορφα. Στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Καθετί παρελθοντικό δεν άφησε σημάδια πάνω του. Προτίμησε να ζήσει μαζί της το τώρα με τα χίλια.

Από τότε είναι οι δυο τους κι ο κόσμος απέναντί τους. Μοιράζονται βράδια ατέλειωτα με κεριά, μουσικές, συναυλίες, πολλή πανκ, πολλή μέταλ, πολύ ροκ, πολύ ντελίβερι, πολλά γενέθλια, πολλά φιλιά, πολλά γέλια, πολύ σεξ που γίνεται όλο και καλύτερο και πάνω απ’ όλα πολύ-πολύ έρωτα.

Την ημέρα που μου έστειλε την ιστορία της εκείνος της είπε πόσο πολύ θέλει να την αγαπήσει. Και της χαμογελούσε. Και τον πίστεψε. Γιατί το νιώθει πως είναι ο ένας για τον άλλον κι ας είναι μικρός. Τι θα πει μικρός; Αυτός ο μικρός το ζει πιο έντονα και πιο αυθεντικά από όλους τους τριαντάρηδες με τους οποίους είχε βγει μέχρι να τον γνωρίσει. Χειρίζεται τα πάντα με ειλικρίνεια και ωριμότητα αυτός ο μικρός, γιατί ξέρει πως έχει δίπλα του έναν άνθρωπο που τον απελευθερώνει.

Γιατί όπως η ίδια έγραψε τελειώνοντας την όμορφη αυτή ιστορία «σχέση είναι να μην κρύβεσαι πίσω απ’ το δάχτυλό σου, αλλά να προσπαθείς να δέσεις αυτό που έχεις βλέποντας όλες τις παρεμβολές, όλα τα ελαττώματα και όλα τα κενά. Μέχρι το τέλειο. Να προσπαθείς.»

Της εκμυστηρεύτηκε πως ανησυχεί σκεπτόμενος ότι ίσως να θέλει να παντρευτεί σε τέσσερα χρόνια, όταν εκείνος θα είναι στην ηλικία της. Τη ρώτησε αν φαντάζεται κάποια στιγμή τους δυο τους παντρεμένους. Της είπε πως αν παντρευόταν άλλον θα σήκωνε τη μοϊκάνα του, θα έπαιρνε μια μηχανή και θα πήγαινε να την κλέψει. Τόσο αυθόρμητα, τόσο παρορμητικά, τόσο παθιασμένα. Της ήρθε να βάλει τα γέλια. Να τον αγκαλιάσει και να του πει ότι ένιωσε ευτυχισμένη. Ότι αγαπάει τη μοϊκάνα του. Και τις αρβύλες του. Και τα στενά του τζιν. Και το χαμόγελό του. Και τα πράσινα μάτια του. Εκείνον. Ολόκληρο.

 

Ήταν η ιστορία της Renate Blum για τη στήλη Your Stories Realoaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ!

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου