Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ήθελες κάτι απρόσωπο, ευκαιριακό, απλό και δίχως αναλύσεις, έκανες ένα one night stand. Θες γιατί οι ορμόνες σου χτυπούσαν κόκκινο, θες επειδή έτυχε, θες λόγω του ότι χώρισες, θες γιατί το είχες ανάγκη γενικά και ειδικά, ήταν ένας τρόπος εκτόνωσης, δίχως δεύτερες σκέψεις και καημούς.

Το καλό one night stand σπανίζει πια, μιας και η εύκολη λεία, ανεξαρτήτως φύλου, λειτουργεί πιο σύνθετα σ’ αυτόν τον τομέα. Προφανώς κι εξακολουθεί να γίνεται, πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως, αλλά η αλήθεια είναι πως τα πράγματα δεν είναι το ίδιο λιτά κι απέριττα. Ενίοτε σου βγαίνει το λάδι, λόγω υπερπροσπάθειας, κι εκεί που είχες στο μυαλό μια νύχτα γεμάτη ανοησία και συνουσία, καταλήγεις να γεμίζεις έννοιες την κούτρα σου, διότι πολύ απλά, τίποτα δεν είναι απλό πλέον.

Σε μια εποχή που οι περισσότεροι ψάχνουν για κάτι πιο σταθερό, λόγω εκτεταμένης ανασφάλειας, είναι λογικό μέχρι και το ανούσιο σεξάκι να υπονομεύεται και να αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμα «μη», στην ήδη γεμάτη από κανόνες ζωή μας. Η κοινωνία, παρ’ ότι το παίζει καθ’ όλα προοδευτική, παραμένει συντηρητική στην ουσία της, μιας και πλέον τα πάντα μαθαίνονται και κρίνονται, με τη δήθεν ηθική να αποτελεί λάβαρο για ερωτικούς περιορισμούς, ασχέτως του τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες.

Ένα μεγάλο ποσοστό λοιπόν, χρησιμοποιεί το one night stand ως αφορμή για να ξεκινήσει κάτι «άλλο», που ουσιαστικά φέρνει πιο πολύ στο «μιας και πηδηχτήκαμε, ευκαιρία να γνωριστούμε κιόλας». Δε λέω, οι περίεργες οικονομικές συνθήκες, ευνοούν το χουχούλιασμα και τη σπιτική θαλπωρή, αλλά με το ζόρι δε γίνεται να ζευγαρώσεις. Υπάρχει τέτοια δίψα τριγύρω για σύναψη σχέσης, που ο καθείς θα βασιστεί σε μια αυθόρμητη βλακεία, για να χτίσει κάτι που εξ ορισμού δεν έχει ρεαλιστική υπόσταση, μόνο και μόνο για να μη μείνει μόνος.

Δεν αντιλέγω, μπορεί η φλόγα και το πάθος της όλης φάσης να εκδηλωθεί σε κάτι παραπάνω, στιγμιαία, και να αποτελέσει προτροπή για μια ανταλλαγή τηλεφώνων, για τυχόν επαναλήψεις, αλλά στον πραγματικό κόσμο, σπάνια θα υπάρξει ουσιαστική εξέλιξη ανάμεσα σε δυο αγνώστους που έτυχε, εθελούσια, να ανταλλάξουν σωματικά υγρά. Διότι, πολύ απλά, όταν εξ αρχής αγγίζεσαι με τον άλλον στο πλαίσιο μιας μεθυσμένης, ή μιας απλά επιπόλαιης επιλογής, δε γίνεται να πιστεύεις πως μέσω μιας πρόσκαιρης ερωτικής πράξης θα ρίξεις άδεια για να πιάσεις γεμάτα.

Αλλά ακόμη κι αν δεν αναζητάς μονιμότητα, έχουν περιπλεχθεί τόσο τα πράγματα που όταν γνωρίζεις κάποιον, κρατάς εξ αρχής αμυντική στάση, φοβούμενος την αποτυχία ή το να μην παρεξηγηθείς. Δεν υπάρχει μεν λόγος νεατερνταλισμού, αλλά ας μην κρυβόμαστε συνέχεια πίσω από έναν καθωσπρεπισμό, γιατί η κατάληξη είναι μια τεράστια φάρμα γεμάτη αρσενικές και θηλυκές κότες που περιμένουν τον εκάστοτε κόκορα, να αναλάβει δράση.

Τις περισσότερες φορές μάλιστα, ενώ και οι δυο πλευρές σκέφτονται το ίδιο, κάθονται και φλερτάρουν αέναα, λες και θα υπογράψουν κάποια συμφωνία, αντί να σχίσει ο ένας τα «μνημόνια» του άλλου. Αυτό οφείλεται ξεκάθαρα στην έλλειψη αυτοπεποίθησης και στις επιταγές της κοινωνίας, η οποία κουνάει το δάχτυλο στα πάντα και ευνουχίζει συμπεριφορές με πρόσχημα το τι είναι πρέπον και τι όχι.

Στα απίδια σου ρε, για το τι θα πει ο κόσμος! Το one night stand οφείλει να είναι απλό. Δε χρειάζονται πολλά-πολλά, ούτε ολόκληρα σενάρια! Ακόμη και να μη γνωρίζεις το όνομα του άλλου, δεν πειράζει. Δεν το κάνεις για να κοινωνικοποιηθείς, το κάνεις για να περάσεις καλά. Ούτε χρειάζεται να το αναλύεις περαιτέρω, γιατί χάνει το νόημά του. Δεν υπάρχει λόγος να ξανασυναντηθείτε, ούτε να κοιμηθείτε ντε και καλά αγκαλιά. Κι όχι, δε σε κάνει τσουλί κάτι τέτοιο, είτε μιλάμε για άντρα, είτε για γυναίκα. Μπορεί να είσαι τέτοιο και δίχως το ευκαιριακό σεξ με έναν άγνωστο.

Επιλογές είναι όλα και καμιά φορά, καλό είναι να τις κάνουμε αυθόρμητα κι όχι επειδή το υπαγορεύει κάποια ηθική, ή κι ανήθικη, συνθήκη. Γι’ αυτό και το εν λόγω άρθρο δεν έχει ως σκοπό τον προσηλυτισμό στη σαρκική επαφή της μιας νύχτας. Ας κάνει ο καθένας αυτό που θέλει κι ας αποφεύγει ό,τι δε γουστάρει. Αλλά αν είναι να το πράξεις, κάν’ το σωστά τουλάχιστον, διάολε!

 

Επιμέλεια Κειμένου Στέφανου Στεφανόπουλου: Σοφία Καλπαζίδου

 

Συντάκτης: Στέφανος Στεφανόπουλος