Έτυχε να είσαι κι εσύ ένας από αυτούς. Από αυτούς τους λίγο άτυχους που οι συγκυρίες κι οι καταστάσεις τους ανάγκασαν να φύγουν.  Άλλοι για ένα καλύτερο μέλλον, άλλοι επειδή ερωτεύτηκαν κι άλλοι όπως εσύ, που απλά στο ανακοίνωσαν στα καλά καθούμενα εκεί που δεν το περίμενες.  Ένα πολύ όμορφο πρωινό ήταν. Και το θυμάσαι σαν τώρα με τόση λεπτομέρεια που σε κάνει κι ανατριχιάζεις.

Ήταν χειμώνας, αλλά εκείνη η μέρα ήταν τόσο όμορφη που θύμιζε κάτι από άνοιξη. Δεν ξεχνάς τη μέρα που άλλαξε τόσο απότομα η ζωή σου. Χτύπησε το τηλέφωνο κι άκουσες μια περίεργη συζήτηση.

Μετά πήρε σειρά και το οικογενειακό συμβούλιο όπου κι εκεί ανακοινώθηκε η είδηση που με τίποτα δεν ήθελες να ακούσεις. Η φωνή των γονιών σου έτρεμε κι οι παύσεις ήταν αρκετές. Αφού πέρασαν 20 λεπτά επιτέλους το ξεστόμισαν. Κι εκεί δε θυμάσαι ούτε εσύ τι ένιωσες.  Μέσα στις επόμενες 2 μέρες ξεκίνησαν τα πακεταρίσματα κι εκεί κατάλαβες ό,τι όντως αυτό είναι πραγματικότητα.

Έφευγες. Έφευγες απ’ το σπίτι σου. Και δεν ήταν μια απλή μετακόμιση του τύπου αλλάζουμε πόλη ή σπίτι. Εσένα άλλαζε ολόκληρη η ζωή σου. Έφευγες απ’ τη πόλη σου, απ’ το σπίτι σου. Απ’ τους φίλους σου. Απ’ την πατρίδα σου.

Το άγχος σου αν μπορούσε να μετρηθεί θα είχε σπάσει το «αγχόμετρο» κι η θλίψη που αισθανόσουν ήταν ανυπόφορη. Όλα πάλι απ’ την αρχή. Απ’ το μηδέν. Σχολείο, σπίτι, φίλοι, όλα. Έφυγες και στο ταξίδι σκεφτόσουν τα άτομα που ξέχασες να χαιρετήσεις. Κι αναρωτιόσουν αν θα τους έβλεπες ξανά ποτέ.

Η πρώτη σου μέρα στο σχολείο ήταν πιο τρομακτική κι από ταινία θρίλερ. Σε κοιτούσαν όλοι παράξενα, σαν να μην ανήκεις εκεί και κράτησες τα δάκρυα απ’ την ντροπή σου όταν η δασκάλα σε ρώτησε κάτι κι εσύ δε μιλούσες καλά τη γλώσσα για να απαντήσεις.

Ήταν τόσο δύσκολο όλο αυτό για ‘σένα. Τα βράδια έκλαιγες και νοσταλγούσες το σπίτι σου και την πλατεία που έπαιζες με την παρέα σου. Στους γονείς σου δεν είπες λέξη. Έβλεπες ότι ήταν πιο αγχωμένοι από ‘σένα, γιατί να τους φόρτωνες και με άλλα προβλήματα;

Ανέχτηκες λοιπόν την κριτική των συμμαθητών σου που ήσουν διαφορετικός και προσπάθησες να προσαρμοστείς σε αυτό το περιβάλλον. Έπρεπε δηλαδή, αλλιώς δε θα την πάλευες. Το έριξες στο διάβασμα και τους άφησες με ανοιχτά στόματα όταν είδαν την άνοδό σου.

Σιγά-σιγά με τον καιρό προσαρμόστηκες κι απέκτησες και φίλους, τη γλώσσα την έμαθες σαν να γεννήθηκες εκεί και στο σχολείο έγινες άριστος. Οι γονείς σου πάλεψαν, ικανοποιήθηκαν με τη ζωή που δημιουργήσατε και κάθε βράδυ ευχαριστούσαν το σύμπαν που τα καταφέρατε. Δύσκολα μεν, αλλά τα καταφέρατε.

Αλλά κατά βάθος, μέσα σου, ποτέ δεν ήσουν απόλυτα ευχαριστημένος, ήταν σαν να έλειπε ένα κομμάτι σου. Κι ήξερες, πως κάποια στιγμή θα ήθελες να επιστρέψεις στην παλιά σου γειτονιά.

Αυτή η ζωή δε σε κάλυπτε και το κενό της νοσταλγίας μεγάλωνε. Κάποια στιγμή θα επιστρέψω, είπες. Μπορεί να καθυστερήσω, μπορεί και να μη θυμάμαι πολλά απ’ τη γειτονιά που μεγάλωσα, αλλά θα επιστρέψω. Γιατί όλοι στο τέλος επιστρέφουν εκεί που ανήκουν.

 

Επιμέλεια Κειμένου Λώρας Καρδακάρη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Λώρα Καρδακάρη-Καββαδία