Καθώς παίρνει πόδι κι ο Αύγουστος, οι σκέψεις για το πού βρισκόσουν πριν ένα χρόνο κάνουν θεαματική είσοδο στο μυαλό σου. Ή μάλλον, για το πού βρισκόταν ο μισός εαυτός σου, διότι ο ολοκληρωμένος, κάπως, με κάποιο τρόπο πήρε την απόφαση να χαθεί. Κι ήταν τόσο δύσκολο να ακολουθήσεις το μονοπάτι που σου άφησε μαζί με όλα τα έντονα σημάδια του.

Βήμα προς βήμα, μέρα με τη μέρα ένιωθες πνιγμένος στο χάος της ρουτίνας σου κι η μοναδική επιθυμία σου ήταν να βρεις αυτόν που τόσο σου είχε λείψει. Τόσο σε ολοκλήρωνε και τόσο σε βοηθούσε σε οποιαδήποτε αναποδιά που σου χτυπούσε την πόρτα. Ένας άνθρωπος βράχος στο πλευρό σου και κερί αναμμένο στην αναμονή σου. Αυτός που προσπαθούσε να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο και που πάλευε να σε βελτιώσει. Εσένα.

Πολλές οι φορές που μπερδεύτηκες. Έχοντας στο νου σου πως κάποια στιγμή θα σε έσωζε κάποιος. Θα εμφανιζόταν κάποτε ο άνθρωπος που θα έβαζε τα κομμάτια σου σε μια σειρά. Τακτοποιημένα και με πρόγραμμα μπας και γλύτωνες απ’ τα μπερδεμένα συναισθήματα που τόσο σε απασχολούσαν. Ήρθε όμως τελικά;

Οι πληγές σου έμειναν σε στάσιμο επίπεδο μη θέλοντας να κλείσουν κι εσύ στο ρόλο του τραυματία έβαλες τον εαυτό σου στην αναμονή. Περιμένοντας μόνο δύο χέρια, τα οποία θα ήταν γεμάτα σιγουριά κι εμπιστοσύνη και θα σ’ έσωζαν. Άλλωστε αυτό δε θέλουμε όλοι; Κάποιον να μας σώσει;

Πόσες φορές αφέθηκες; Κι έδωσες σ’ ανθρώπους μηδαμινής αξίας τον έλεγχο πιστεύοντας πως έστω για λίγο ένιωσες μια ελάχιστη λύτρωση. Πόσους γνώρισες που ξεφτίλισαν όποια όμορφη λέξη χρησιμοποίησαν και πόση μαγεία χάρισες σε άτομα που δεν είχαν ιδέα από ποιότητα; Άνθρωποι γεμάτοι λάθη που γνώρισες και που χάρισες τα πιο σωστά κομμάτια του εαυτού σου. Χρεώνοντας όμως το κάθε λάθος τους στον δικό σου λογαριασμό.

Επιβαλλόταν να γίνει αλλαγή στη ζωή σου και μαζί μ’ αυτό έπρεπε επιτέλους να συνειδητοποίησες πως απ’ όλους τους ανθρώπους που πέρασαν, από φίλους, γνωστούς κι απαραίτητους, μόνο ένας αποκλειστικά θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση. Εσύ!

Η ρουτίνα σου συνεχίστηκε κάπως με τους ίδιους ρυθμούς, αλλά αφαίρεσες αυτούς τους τοξικούς και τους λίγο περιττούς. Κι οι μέρες σου έγιναν όντως πιο σημαντικές και μαγικές. Ένα φιλί στο μέτωπο απ’ τον παππού σου είχε σημασία πλέον. Όπως κι η αγκαλιά της φίλης που τόσο είχες παραμελήσει. Όλα πήραν την αξία που είχαν τότε. Ακόμα και το γέλιο σου επανήλθε στα γελοία επίπεδά του και το χιούμορ σου βρήκε ξανά τη θέση του. Όλα απ’ το μηδέν, αλλά χωρίς άσχημα κι ασήμαντα πισωγυρίσματα πλέον.

Γύρισες πλάτη. Ω ναι! Μόνο που αυτήν την φορά ήσουν απόλυτος για τα βήματα που θα έκανες. Δεν είχες σκοπό να κάνεις βήμα πίσω ούτε για να δεις από περιέργεια τι απέγινε με το βούρκο που κατάφερες να αφήσεις πίσω σου.

Ένιωσες ένα ξέπλυμα. Ένα ξέπλυμα ψυχής που σε ανακούφισε απ’ τους ανθρώπους που σε λέρωσαν. Και στο τέλος, καθάρισες. Έψαξες πολύ και σου πήρε καιρό και κάτω στον πάτο απ’ όλα τα αποκαΐδια, είδες εσένα. Ξανά.

«Τώρα που σε βρήκα, δε σε ξαναχάνω» είναι οι λέξεις που επαναλαμβάνεις ακόμα και σήμερα. Στα τσακίδια οι δύσκολοι καιροί. Στο καλό κι οι βρομιές. Άλλωστε δεν ήσουν ουδέποτε πλασμένος γι’ αυτά.

 

Επιμέλεια Κειμένου Λώρας Καρδακάρη: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Λώρα Καρδακάρη-Καββαδία