Πότε είσαι εσύ; Πότε καταφέρνεις να βγεις απ’ το πετσί όλων των ρόλων που φοράς και ν’ αντικρίσεις αυτό που βρίσκεται από πίσω; Ποιες στιγμές πετάς τις μάσκες που σε βαραίνουν;

Ξέρεις, ακόμη κι αν προσπαθείς να τις αποφύγεις, θα έρθουν αυτές οι ώρες των δύσκολων αναμετρήσεων. Θα σταθείς μόνος και θ’ αναγκαστείς να δεις όλα αυτά απ’ τα οποία κρύβεσαι, όλα αυτά που η καθημερινότητα σου «επιτρέπει» να παραβλέπεις.

Θα κληθείς να δώσεις απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις που ποτέ δεν κάνεις. Ποιος είσαι; Τι κάνεις με τη ζωή σου; Τι έχεις καταφέρει; Πού έχεις πετύχει; Ποιους φόβους μπόρεσες να πετάξεις απ’ το παράθυρο και ποιοι σε βαραίνουν ακόμα; Τι σου λείπει;

Αυτό που μένει στο τέλος της ημέρας, αυτό που στέκεται με μόνη συντροφιά τη σκιά του, αυτό είσαι. Είσαι όλες οι μικρές στιγμές που παίζουν στο μυαλό σου σαν ταινία. Είσαι όσα πίστεψες, όσα προσπάθησες, κάθε μικρή και μεγάλη μάχη που έδωσες, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Είσαι όσα ονειρεύεσαι, όσα επιλέγεις κι όσα συνειδητά χάνεις, για να κερδίζεις άλλα.

Είσαι αυτά που σε κάνουν περήφανο κι αυτά για τα οποία ντρέπεσαι. Είσαι ένα μάτσο πολύχρωμα κομμάτια, διαφορετικά, ίσως κι ετερόκλητα, που δένουν μεταξύ τους σε μια όμορφη εικόνα: την εικόνα του εαυτού σου.

Σου αρέσει αυτή η εικόνα; Έχεις τη δύναμη να την αποδεχθείς ή ακόμη παλεύεις να πετάξεις κάποια κομμάτια της στα σκουπίδια, για να μην τα ξαναβρείς ποτέ μπροστά σου;

Δεν είσαι μόνο όσα θα ήθελες, το καταλαβαίνω. Ούτε εγώ ούτε κανένας μας. Δε μετριέται η αξία του ανθρώπου έτσι, όμως.  Ένα πράγμα έχουν καταφέρει οι δυνατοί άνθρωποι, οι πετυχημένοι, αυτοί που θαυμάζεις: να μην κρύβονται απ’ την αλήθεια τους, ακόμα κι όταν αυτή δεν τους συμφέρει. Να μη θεωρούν ποτέ την εικόνα τους σπουδαιότερη απ’ την ουσία τους.

Ξέρεις, μπορώ να φανταστώ τι κάνεις όταν μένεις μόνος. Μετράς λάθη, απουσίες, πόνους, αποτυχίες. Κατηγορείς τον εαυτό σου και αυτομαστιγώνεσαι. Περνάνε μπροστά απ’ τα μάτια σου όλες οι στιγμές που στάθηκες λίγος, ανάξιος, κατώτερος των προσδοκιών των άλλων. Περνάνε κι οι άλλες, εκείνες οι φορές που απογοητεύτηκες, που έδωσες περισσότερα απ’ όσα έπρεπε, που ένιωσες ηλίθιος, που θυματοποιήθηκες. Δε θ’ αφήσεις να καταλάβει κανένας άλλος, αλλά εσύ ξέρεις.

Αφήνεσαι να σε τυλίξει αυτή η ενοχή και κουρνιάζεις. Να κοιμηθείς, να ξεχαστείς, να κάνεις κάτι άλλο, να μη σκέφτεσαι πια, να μην αντιμετωπίζεις αυτόν τον ύπουλο εχθρό που όλο σου ζητάει εξηγήσεις κι όλο σε κατηγορεί. Να μη σε ακούς.

Δε σου ζητάει εξηγήσεις, όμως. Δε σε κατηγορεί κανείς, δε σου φωνάζει αυτή η φωνούλα για να σε μαλώσει. Για ν’ ακουστεί, σου φωνάζει. Για να την προσέξεις. Μια αγκαλιά σου ζητάει ο εαυτός σου και λίγη αγάπη. Την αποδοχή σου γυρεύει, καταλαβαίνεις; Μια γλυκιά κουβέντα και μια σταλίτσα παρηγοριά, σαν αυτή που θα έδινες σ’ έναν καλό σου φίλο.

Δεν υπάρχει εχθρός στο δωμάτιο, σταμάτα πια να φοβάσαι. Κανείς δε θα σε πειράξει, από κανένα δεν κινδυνεύεις. Πέτα, επιτέλους, την ενοχή απ’ το παράθυρο και πάρε μια ανάσα.

Είσαι ελεύθερος, ακούς; Μια απόφαση είναι η ελευθερία σου, μια επιλογή. Δώσε τα χέρια με τη φωνούλα στο μυαλό σου. Καν’ τη φίλη σου, πρόσεξέ την, άκου τι έχει να σου πει.

Στο υπόσχομαι, αν την αγαπήσεις, τίποτα πια δε θα είναι ίδιο.

Κι όταν θα μένεις μόνος μαζί της, αντί να φοβάσαι, θα χαμογελάς.

Μπορείς να φανταστείς τίποτα πιο όμορφο απ’ αυτό;

Συντάκτης: Ζωή Ναούμ
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου