Ξέρεις κάτι; Είναι λίγο αστείο αυτό που θα προσπαθήσω εδώ πέρα, μέσα απ’ τις λέξεις μου, να σου πω. Είναι λίγο αστείο το συμπέρασμα που έβγαλα μετά από τόσο καιρό. Ναι, μου πήρε αρκετός καιρός μα το κατάλαβα πλέον και χαίρομαι ιδιαίτερα γι’ αυτό. Κατάλαβα επιτέλους αυτό που μέσα απ’ τις πράξεις σου προσπαθούσες να μου πεις και εγώ σαν τυφλή, εγωίστρια και ξεροκέφαλη που είμαι, έτσι με το αλαζονικό μου βλέμμα και το χαρακτήρα αυτόν τον απαίσιο, που τα θέλει όλα δικά του, δεν καταλάβαινα.

«Μην φτάσει ο κόμπος στο χτένι», μου έλεγες πάντα και με προειδοποιούσες πως εάν φτάσουμε εκεί όλα θα τελειώσουν κι εγώ η χαζή, δε σε πίστευα. Πεπεισμένη ότι μπορώ να καταφέρω τα πάντα κι όπως εγώ τα θέλω. Μου το είχες πει κι αυτό πολλές φορές. «Πολλά καρπούζια κάτω από μία μασχάλη, δε χωράνε. Έτσι λέει ο λαός», μου έλεγες. Μα ούτε εσένα, ούτε το λαό άκουσα και πάλι μαντάρα τα έκανα.

Το πάλεψες όμως και το πάλεψες πολύ. Εσύ απλά, πάντα ήθελες εμένα. Εκεί, μαζί σου. Να με έχεις αγκαλιά και να μου δίνεις φιλιά στο μέτωπο το πρωί. Όλα είχες σκοπό να τα κάνεις για εμένα, αρκεί να ήμουν εκεί. Να πιστεύω στο «εσύ κι εγώ» μας. Αυτό που χτίσαμε μαζί, μετά από πολλές τρικυμίες και πολλές φουρτούνες.

Μα το πιο αστείο δε στο έχω πει ακόμα. Όλοι μας, ψάχνουμε απλά δύο μάτια να μας κάνουν την καρδιά να σπαρταράει από χαρά σαν τα κοιτάμε. Αυτό εσύ το είχες βρει σ’ εμένα -κι όλως παραδόξως- κι εγώ σ’ εσένα. Αλλά εσύ, ήσουν όντως εκεί. Με σώμα και ψυχή. Έτοιμος να τ’ αντέξεις όλα. Εγώ απλά πίστευα ότι μπορούσα να το κάνω κι αυτό. Ομολογώ πως έκανα λάθος.

Έβλεπα πόσο το πάλευες και καθησυχαζόμουν. Νόμιζα θα ήσουν αρκετά δυνατός να αντέξεις και για τους δυο μας. Πάντα ήσουν πολύ δυνατός και πάτησα εκεί. Στηρίχθηκα επάνω σου χωρίς να σε ρωτήσω εάν το αντέχεις και στο απαιτούσα. Ήμουν τελικά, η άχαρη, πολύ άδικη μαζί σου. Μου φαίνεται αλήθεια αστείο, τώρα που λέω την ιστορία μας σε έναν φίλο μου, το πόσο άδικη ήμουν. Δεν το περίμενα ότι θα το έκανα σε σένα αυτό ποτέ, στο ορκίζομαι. Αλλά κάθε λέξη που ξεστομίζω με κάνει να το συνειδητοποιώ ακόμα πιο πολύ. Κάθε ανάμνηση που φέρνω μπροστά στα μάτια μου, καθώς την αναφέρω, με κάνει να βλέπω το πόσο πραγματικά προσπαθούσες.

Και μεταξύ μας να σου πω κάτι. Πάντα ήξερες τι έκανες και για πόσο το κάνεις. Όλα προγραμματισμένα τα είχες κι αυτό μου άρεσε πάντα πιο πολύ σε εσένα. Αυτή η ικανότητά σου, να προβλέπεις την κάθε κίνηση που θα πρέπει να κάνουμε για να καταλήξουμε μαζί. Όλα τα σχέδιά σου, γυρνούσαν γύρω από αυτές τις λέξεις: εγώ κι εσύ μαζί.

Αλλά εγώ συνέχισα να είμαι τυφλή και την πάτησα για τα καλά. Όταν λοιπόν, κατάλαβα τι γίνεται, είχε ήδη φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Ήδη, είχαν εξαντληθεί όλες σου οι δυνάμεις και δεν είχες αντοχές για παραπάνω. Είχες βάλει την τελεία σου. Κι εγώ, η χαζή, για ακόμα μια φορά, πίστευα ότι μπορούσα κι αυτό να το αλλάξω και φυσικά, γρήγορα και με τον πιο ωμό τρόπο κατάλαβα πως αυτό δεν μπορώ να το κάνω.

Τι περίμενα; Να σου αλλάξω τη γνώμη; Εσύ είχες βάλει την τελεία σου και μου το είχες πει κι αυτό. Πως σαν πεις κάτι, είναι νόμος. Κι εγώ, δίχως να έχω την αίσθηση του φόβου, πήγα να τα βάλω μαζί σου. Το έχω όμως αυτό το κακό. Δε φοβάμαι τίποτα και κανέναν. Κι αυτό είναι που σου άρεσε επάνω μου.

Τώρα όμως, που τα λέω σε κάποιον τρίτο, ένα πράγμα καταλαβαίνω μόνο. Έπρεπε να μπει η τελεία. Έπρεπε να τη βάλεις εσύ, γιατί εγώ θα συνέχιζα να πιστεύω, πως μπορώ να τα κάνω όλα. Για χάρη του παλιού καλού καιρού λοιπόν, θέλω να ξέρεις πως είμαι περήφανη για σένα. Πως κάναμε αυτό που πάντα λέγαμε. Να εξαντλήσουμε όλες τις πιθανότητες και πως μόνο αν φτάσει ο κόμπος στο χτένι, να χωρίσουν οι δρόμοι μας. Και το καταφέραμε. Εγώ κι εσύ μαζί.

Και χαίρομαι που ο μεγαλύτερος κύκλος μέχρι τώρα της ζωής μου, ήσουν εσύ. Αλήθεια, δε θα μπορούσα να έχω βρει κάποιον καλύτερο. Τώρα πλέον, δεν υπάρχει κάτι που δεν έχω κάνει μαζί σου. Κι αυτό είναι και το πιο αστείο. Πως οι άλλοι δεν το ξέρουν μα εσύ και εγώ το ξέρουμε καλά. Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να έχουμε να δώσουμε ο ένας στον άλλον, τα δώσαμε όλα. Έπρεπε να μπει η τελεία. Κι όπως πάντα, είχες προγραμματίσει να τη βάλεις την πιο σωστή στιγμή.

 

Συντάκτης: Στέλλα Σεπέρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη