-Καλησπέρα Άννα, της είπε με τη γνωστή φωνή που έκρυβε ένα κατεβατό συναισθημάτων.

-Καλησπέρα!

Τον γνώρισε με τον δικό του, «παραδοσιακό» τρόπο. Μ’ ένα ψευδώνυμο και λίγα mb. Γνωριμία με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματος. Κόσμοι διαφορετικοί, ψυχοσυνθέσεις μακράν και εκ διαμέτρου αντίθετες. Την ξεχώρισε εκείνη την περίοδο με βάση το υποτιθέμενα αψεγάδιαστο πλάνο του επιλογής ανθρώπινων «στηριγμάτων». Πού να ήξερε η ίδια!  

Η φάση είχε ως εξής. Χάρτες και προσχέδια ανοιχτά στο τραπέζι του ενός, γύρω από το πώς πάλι θα εξασφαλίσει εκείνος, για εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο, το στήριγμά του. Το θεωρείο του. Την αυλή του. Έναν πιστό και αφοσιωμένο υπήκοο στο βασίλειο της προσωπικής του παράνοιας.

Κι από την άλλη μεριά και ταυτόχρονα, σ’ ένα άλλο σκηνικό, ένα διαφορετικό στήσιμο. Πάνω στο δικό της τραπέζι αραδιασμένα προς «βρώσιν» ένα σωρό άλλα καλούδια. Μια ψυχή ορθάνοιχτη και καλοπροαίρετη κι ένας εαυτός διαθέσιμος. Το τέλειο «θύμα» για εκείνον. Πάντα υποσυνείδητα, βέβαια, γιατί το συνειδητό του ήταν γαλλικά και πιάνο. Ποτέ δεν παραδέχτηκε τίποτα. Ούτε σ’ εκείνην, ούτε στον καθρέφτη του.

Και κάπως έτσι γεννιούνται οι τέλεια άνισες σχέσεις. Εκείνη ερωτευμένη με το δικό του αντικατοπτρισμό κι εκείνος επαναπαυμένος ότι για το επόμενο δίμηνο-τρίμηνο θα είχε εξασφαλίσει το αιώνια ζητούμενό του. Αντίτιμο, ίσα να περνά ο καιρός. Ίσα να καίγεται, για την ακρίβεια. Κάτι σαν την έννοια που έχουν οι επιχειρηματίες για την εξεύρεση του ΦΠΑ. Και ήταν καλοπληρωτής ο άτιμος! Πάντα έβρισκε τα απαιτούμενα πριν περάσουν οι προθεσμίες. Όλα ήταν η εικόνα του και όλα γίνονταν από κείνη, για εκείνη.

Εκείνη ερωτευμένη κι εκείνος με το κομπιουτεράκι στο ένα χέρι και το τεφτέρι στο άλλο. Για εκείνον κάθε μία από τις γυναίκες που γνώριζε δεν είχε όνομα. Δεν είχε πρόσωπο και μοναδικά χαρακτηριστικά. Η συγκεκριμένη δεν ήταν η Άννα, ήταν πχ η νούμερο 23. Ή ήταν η «άνοιξη του 2013» Ένα συγκεκριμένο «εργαλείο», ένα μεταλλικό υποστήριγμα με μοναδικό  σειριακό αριθμό. Μοναδικό μεν, αριθμό απλά και στεγνά δε.

Η πρώτη νύχτα εκείνης της γνωριμίας ήταν για εκείνη ενδεικτικό. Χαμένη σ’ έναν δικό της κόσμο όπου το καλό νικά, η αγάπη θριαμβεύει και άλλες «βίπερ νόρα» παιδικές θεωρίες περασμένου αιώνα, ερωτεύτηκε το φιλί. Την αίσθηση εκείνη. Τον εαυτό που πλάσαρε. Τις πειραγμένες φωτογραφίες του εαυτού του και όχι την αλήθεια του. Υπάρχει πάντα εκείνη η γαμημένη χρονοκαθυστέρηση που λούζονται όλοι οι ερωτευμένοι, μεταξύ ποθητού και αληθινού. Σαν βλάκας μεγατόνων ερωτεύτηκε το ποθητό, για το αληθινό ούτε λόγος. Ιδέα δεν είχε.

Φιλιά, υγρά και προσδοκίες κλίνης κράτησαν μια νύχτα. Αριστοτεχνικά (και πάλι) σχεδιασμένα όλα, δεν υπήρχε δεύτερη φορά. Πόσο τέλεια σκέψη να σκορπάς ασύστολα γενναιόδωρα τις προσδοκίες μιας δεύτερης φοράς για να κρατάς «πεινασμένο» κι εξαρτημένο έναν ερωτευμένο τριγύρω σου! Κάτι σαν τα ψίχουλα που πετάς στα περιστέρια για να έρχονται κοντά σου.

Και παράλληλα να τροφοδοτείς τον άλλον με την τέλεια «επαφή». Άλλη καλή, άψογα «υποσχετική» μέθοδος. Καθημερινά τηλεφωνήματα και μηνύματα έτσι ώστε να χτίζεται καθημερινά η «αυλή» που αυτός επιθυμούσε. Η τέλεια αποδοχή εκ μέρους της ενός εαυτού που και ο ίδιος δεν άντεχε. Που έπρεπε κάθε φορά να βρει κάποια να τον σηκώνει μιας και το βάρος του ούτε και ο ίδιος δεν άντεχε.

Οι έξοδοι ελάχιστες, κυρίως όλα σπίτι του. Σπανίως έξω ένας καφές, άλλωστε η αγοραφοβία του καλά κρατούσε. Εκείνη δεν τη γνώριζε στην αρχή και ενίοτε δυσανασχετούσε. Εντάξει. Μόνο φίλοι; Φίλοι. Χωρίς την ελάχιστη φυσική επαφή; Μόνο άπειρα τηλεφωνήματα και μηνύματα; Στα μάτια εκείνου, όμως, κάθε αρχή δυσαρέσκειας και γκρίνιας σηματοδοτούσε την έναρξη της «κυνηγετικής περιόδου». Κάθε αυλικός που σήκωνε «κεφάλι» υπέγραφε ταυτόχρονα το διαβατήριό του για έξοδο από το μικρόκοσμό του. Έστριβε δια της αραίωσης, ενώ φρόντιζε πάντα να έχει αρχίσει από πολύ νωρίτερα το ψάξιμο για το καινούριο «ορθοπεδικό» του υποστήριγμα.

Οι επόμενες, όπως και οι προηγούμενες, βέβαια, που δεν είχαν νιώσει έτσι, όπως η Άννα, έμεναν λίγο καιρό, έβλεπαν ότι το πακετάκι που λάνσαρε ο μυστηριώδης τύπος απέναντι ήταν άνευ. Ένα σκέτο από ουσία. Κι όταν μαζεύονταν δυο-τρεις απώλειες, όπως για παράδειγμα ο «χειμώνας 2013» και η «άνοιξη 2014», στην όποια κρίση συνείδησης και στην αμπελοφιλοσοφία περί του αισθήματος κενού που επιφέρουν οι ξεπέτες, κάπου εκεί τριγύρω υπήρχε η Άννα. Που ξανά-κάλυπτε τα κενά των διαφόρων υπολοίπων σεζόν.

Δεν είναι η έλλειψη αξιοπρέπειας που κάνει έναν άνθρωπο να εμμένει εκεί που δεν παίρνει όσα θέλει ή που δε λαμβάνει σοβαρά κάποια απόρριψη. Καμιά φορά είναι η προσήλωση σε μια ιδέα. Ότι π.χ. εδώ υπάρχει κάτι αληθινό. Ίσως όχι ερωτικό, μα αληθινό. Μια σχέση πραγματικά ανθρώπινη. Δίκαιη και για τα δύο μέρη, ισότιμη. «Αν δεν ήταν κάποιες ιδέες, κάποιες ουτοπίες αν θες, πολλά δε θα είχαν γίνει» σκεφτόταν η Άννα κι έπαιρνε παράταση μαζί του, ξανά και ξανά, σ’ αυτό το ερμαφρόδιτο νταλαβέρι εξάρτησης. Και εξαπάτησης.

Αυτό το συγκεκριμένο καλησπέρα, αυτού του συγκεκριμένου απογεύματος ήταν ένα ακόμη «θέλω ν’ αλλάξω ζωή, ρε γαμώτο» εκ μέρους του. Φαντάσου το πόσο ισχυρή ήταν η συγκεκριμένη συνειδησιακή κρίση που συμπεριελάμβανε και συνάντηση με καφέ. Σπίτι του, πάντα. Όπως συνήθως.

–  Δεν μπορώ άλλο όλο αυτό, θέλω ν’ αλλάξω ζωή. Αισθάνομαι ότι παίρνω προειδοποιητικά σημάδια και τ’ αγνοώ. Δεν μπορώ άλλο όλο αυτό το κενό που αισθάνομαι μετά από κάθε ξεπέτα. Η όλη ευφορία που αισθάνεσαι είναι μέχρι να «τελειώσεις».

–  Δεν ξέρω τι να σου πω, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Θα χαρώ να είμαι δίπλα σου και να δω την οποιαδήποτε αλλαγή.

–  Έχω στο μυαλό μου συγκεκριμένα πράγματα που θέλω να κάνω, δε θέλω να σου πω τίποτ’ άλλο τώρα. Θέλω ν’ αρχίσω και να τα δεις μετά…

Πώς να καταφέρει ένας ναρκισσιστής ν’ αλλάξει το είδωλό του στο νερό; Πώς να πετάξει το παλιό με το οποίο είναι ερωτευμένος χρόνια και να μάθει ν’ αγαπά με υγιή τρόπο το αληθινό του πρόσωπο; «Θα δεις» της είπε μεταξύ δύο τσιγάρων. «Θα δεις. Αύριο θα είμαι ένας άλλος άνθρωπος».

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα