Αρκετές φορές οι άνθρωποι αποκτάμε εμμονές με κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα μας ή κάποια σωματική μας ατέλεια. Αυτό, υποσυνείδητα, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα πράγματα γύρω μας και κατά συνέπεια τον ίδιο μας τον εαυτό.

Πιστεύουμε ότι αν δεν είχαμε αυτά τα ψεγάδια θα ζούσαμε καλύτερα. Αισθανόμαστε ανεπαρκείς σε πολλούς τομείς, οι οποίοι από άτομο σε άτομο μπορεί να διαφέρουν. Άλλος θεωρεί ότι υστερεί σε θέματα οικογενειακά, άλλος στον τομέα της εργασίας, άλλος στις κοινωνικές συναναστροφές και κατ’ επέκταση στην παρέα του και άλλος στον ερωτικό τομέα. Ως αποτέλεσμα επέρχεται η παραίτηση από την διεκδίκηση όσων επιθυμούμε και ενώ μας αξίζουν, δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει ότι δεν υστερούμε σε τίποτα.

Η αβεβαιότητα που νιώθουμε μας ωθεί στο να ψάχνουμε συνεχώς αφορμές για να μειώσουμε τον εαυτό μας και τις δυνατότητες του. Πασχίζουμε να είμαστε αρεστοί στους γύρω μας και κάπου μέσα στη δίνη όλης αυτής της υπερπροσπάθειας, ξεχνιόμαστε και επιτρέπουμε να τρυπώσει στο μυαλό μας ένας ανούσιος φόβος.

Ένας φόβος τυραννικός που βροντοφωνάζει σαν κακομαθημένο παιδί τις αδυναμίες μας και υπερκαλύπτει τις τόσες δυνατότητές μας. Έτσι φτάνουμε σ’ ένα σημείο που βαθιά μέσα μας σταματάμε να διακρίνουμε το ολοκληρωμένο άτομο που είμαστε ακριβώς γιατί αμφιβάλλουμε για όλα όσα πρεσβεύουμε.

«Αν είχα περισσότερα λεφτά ίσως να ήμουν καλύτερος, αν είχα καλύτερη παρέα ίσως να ήμουν πιο κοινωνικός, αν είχα καλύτερο σύντροφο ίσως περνούσα καλύτερα» σκεφτόμαστε. Μήπως τελικά είμαστε πιο ευτυχισμένοι όταν αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο σε πράγματα που αγαπάμε να κάνουμε και μας γεμίζουν παρά στο να υποβάλλουμε συνεχώς τον εαυτό μας σε εξετάσεις επάρκειας;

Πόση σημασία έχει πραγματικά η γνώμη των άλλων; Μήπως οι ίδιοι επιτρέπουμε σε απλές απόψεις να πάρουν τρομακτικές διαστάσεις και να μας στοιχειώσουν; Παρά τις προσπάθειες μας ν’ ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των άλλων, ο κόσμος πάντα θα βρίσκει κάτι αρνητικό να σχολιάσει. 

Το θέμα είναι να μάθουμε επιτέλους να φιλτράρουμε όσα ακούμε και να ξεχωρίζουμε ποια πράγματα αποτελούν εποικοδομητική κριτική και ποια εκφράζουν απλά κακία. Όσοι μας νοιάζονται πραγματικά και θέλουν το καλό μας, μας συμβουλεύουν. Δεν έχουν κάτι να κερδίσουν αν πάθουμε κάποιο κακό. Ίσα ίσα που κάτι τέτοιο θα τους στενοχωρούσε.

Κακοήθεις άνθρωποι θα υπάρχουν πάντα. Κρυμμένοι πίσω απ’ τις δικές τους ανασφάλειες και τα προσωπικά τους κόμπλεξ, ευφραίνονται με το να σπέρνουν την αμφιβολία στους γύρω τους. Σαν να γεμίζουν προς στιγμήν τα κενά της δικής τους ανεπάρκειας. Το πετυχαίνουν όμως; Φυσικά και όχι. Το γέμισμα αυτών των κενών είναι παροδικό. Γι’ αυτό συνεχίζουν να ενεργούν χωρίς να νοιάζονται για τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς τους στους άλλους.

Δεν πρέπει να τυφλωνόμαστε και να φοράμε παρωπίδες όταν μας πλασάρουν το παραμύθι τους. Τέτοιοι τοξικοί άνθρωποι δεν έχουν χώρο στη ζωή μας. Είμαστε πολλά περισσότερο από αρκετοί και πρέπει να ξεπεράσουμε όσα στοιχεία τροφοδοτούν τα κόμπλεξ που μας κάνουν να αισθανόμαστε λίγοι και ανεπαρκείς, αφήνοντας τον πραγματικό μας εαυτό να βγει στο προσκήνιο, σταματώντας επιτέλους να τον θάβουμε βαθιά μέσα μας.

Έχουμε τα κότσια και κάθε δικαίωμα να διεκδικήσουμε οτιδήποτε λαχταράμε. Αν βρούμε τη δύναμη να βγούμε στο κατόπι όσων ονειρευόμαστε τότε τα αξίζουμε πραγματικά. Είτε επιθυμούμε μια σχέση και τον ιδανικό για μας σύντροφο, είτε τη δουλειά των ονείρων μας και εκείνη την προαγωγή που πάντα γλυκοκοιτάζαμε και τόσο εργαστήκαμε για ν’ αξίζουμε, είτε ακόμα και κείνη την παρέα που τόσο όμορφα περνάμε αλλά φοβόμαστε ότι ίσως δεν κολλάμε μαζί τους.

Αφού δείχνουν ότι μας θέλουν κοντά τους, γιατί φρενάρουμε τις επιθυμίες μας; Αντί να σταματήσουμε να διστάζουμε και να τολμήσουμε να διεκδικήσουμε ό,τι χρειαζόμαστε, θεωρούμε τους εαυτούς μας κατώτερους

Ας μη συγκρινόμαστε με τους ανθρώπους στον κοινωνικό μας περίγυρο προσπαθώντας να τους μοιάσουμε. Κάθε άτομο είναι ιδιαίτερα μοναδικό και χαρακτηρίζεται από τα δικά του προσωπικά γνωρίσματα. Δεν υπάρχει κάποιος γνώμονας που να μας υποδεικνύει το πώς θα έπρεπε να είμαστε, αλλά ούτε κι ένας κανόνας σύγκρισης τον οποίο θα μπορούσαμε ν’ ακολουθήσουμε προκειμένου να διαπιστώσουμε αν κάποιος είναι κατώτερος από κάποιον άλλον.

Ο καθένας από μας έχει τις κλίσεις του, τα ταλέντα του, τα μειονεκτήματα, τις τρέλες του. Το ζήτημα είναι να τ’ αγαπήσουμε όλ’ αυτά και κυρίως να τ’ αποδεχτούμε. Αν εμείς οι ίδιοι δεν τα ξεκαθαρίσουμε αυτά μέσα μας, δε θα βάλουμε ποτέ ένα τέλος στον ανεμοστρόβιλο της ανεπάρκειας. Το ν’ αμφισβητούμε την αξία μας ενώ κάθε μέρα που ζούμε είναι μια υπενθύμιση του ότι είμαστε ζωντανοί και σε θέση να δημιουργήσουμε, μόνο αφελές θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Καιρός είναι να ορθώσουμε το ανάστημα μας και να κατακτήσουμε κάθε μας όνειρο.

Η έλλειψη αυτοπεποίθησης, το αίσθημα ανεπάρκειας και η ανασφάλεια λειτουργούν ως ανασταλτικά στοιχεία στην επαγγελματική μας πορεία αλλά και στην κοινωνική, ερωτική και οικογενειακή ζωή μας. Ενώ οι δυνατότητες μας είναι πολύ περισσότερες απ’ όσες νομίζουμε, επιλέγουμε να κρατάμε πίσω τον εαυτό μας. Η μείωση του άγχους και η τόνωση της αυτοπεποίθησης μας είναι αυτά που θα μας βοηθήσουν να πάμε ένα βήμα παρακάτω και ν’ αποδεσμευτούμε από το όποιο αίσθημα κατωτερότητας.

 

Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Τσιρίγου: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Μαρία Τσιρίγου