Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία τους. Πριν από περίπου 20 χρόνια. Καρμικά. Το λάθος εκείνο στις πανελλήνιες εξετάσεις του 1999. 5-3=1. Ένα λάθος που δεν το κάνεις ούτε στο δημοτικό. Κι όμως. Ο Δημήτρης το έκανε στις πανελλήνιες. Ήταν αυτό το λάθος που τον έστειλε φοιτητή στην πόλη της. Η Σοφία τότε ήταν παιδί. Κοριτσάκι.

Φοιτητής, λοιπόν σε άλλη πόλη. Πάτρα. Δύσκολη η προσαρμογή. Ερχόταν από μακριά. Από Θεσσαλονίκη. 515 χιλιόμετρα βλέπεις δεν είναι και λίγα για να μπορεί τα Σαββατοκύριακα να πηγαίνει στο σπίτι του. Δεν ήξερε κανέναν. Μεσοβδόμαδα στη σχολή, τα Σαββατοκύριακα μόνος. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Όπως λέει κι ο λαός κάθε αρχή και δύσκολη. Προσαρμόστηκε όμως σύντομα στις νέες συνθήκες. Συνήθισε στο νέο του περιβάλλον, έκανε και καινούριους φίλους.

Ξεκινώντας το νέο κεφάλαιο στη ζωή του, αυτό που λέγεται φοιτητική ζωή, τα πάντα του φαινόταν διαφορετικά. Μόνος του. Έκανε ό,τι ήθελε. Γυρνούσε στο σπίτι του ό,τι ώρα ήθελε χωρίς να τον απασχολεί κανένα πρέπει. Ήθελε απλά να περνάει καλά. Τι στο καλό, φοιτητής ήτανε. Αν δε βγει, αν δεν ξενυχτήσει τώρα πότε θα το κάνει; Ειδικά σε μια ατόφια φοιτητούπολη όπως είναι η Πάτρα. Όσο για τα μαθήματα και τη σχολή. Εντάξει μωρέ. Ας έρθει η εξεταστική και κάτι θα γίνει. Κάθε πράγμα στον καιρό του άλλωστε. Δεν τον άγχωνε τίποτα. Ούτε τα λεφτά του μήνα που τελείωναν από το πρώτο κιόλας δεκαήμερο, ούτε τα χρωστούμενα μαθήματα που είχαν αρχίσει να μαζεύονται ήδη από το πρώτο εξάμηνο. Στο εστιατόριο της σχολής, στο σπίτι κάποιου συμφοιτητή κάτι θα έβρισκε να φάει. Όσο για το πτυχίο; Πραγματικά δεν του καιγόταν καρφάκι. Είχε μπροστά του τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Κάθε πράγμα στον καιρό του δεν είπαμε;

Κάποιο βράδυ, σε κάποια κρασοκατάνυξη γνώρισε εκείνο το φίλο του που θα ξεχώριζε από όλους τους άλλους. Το φίλο που θα γινόταν ο αδερφός του. Το Μάνο. Γέννημα θρέμμα Πατρινός. Αναπλήρωνε με μεγάλη επιτυχία το κενό της οικογένειας που είχε αφήσει πίσω του. Όλο το πρωί ό,τι κι αν σήμαινε για αυτούς πρωί, στο κυλικείο της σχολής, το απόγευμα καφές σε κάποιο στέκι, το βράδυ οινοποσία. Μύηση στο πατρινό καρναβάλι. Μην ξεχνιόμαστε. Στην Πάτρα βρισκόμαστε. Καμιά φορά, πήγαινε και σε καμιά παράδοση. Έτσι, για να έχει να λέει στους δικούς του πως σήμερα είχε μάθημα.

Κάπου εκεί, στην πόλη της Πάτρας υπήρχε κι εκείνη. Η Σοφία. Μαθήτρια ακόμη. Είχανε μια διαφορά ηλικίας. Έντεκα χρόνια. Έντεκα ολόκληρα χρόνια. Το «1». Να το πάλι. Ο τυχερός τους αριθμός. Αυτή το είχε παρατηρήσει. Έντεκα χρόνια, ένας μήνας και μια ημέρα. Τόση ακριβώς ήταν η διαφορά της ηλικίας τους. Κι όντως έτσι ακριβώς ήταν. Η Σοφία ήταν το κοριτσάκι του μπαμπά. Σχολείο, ωδείο, αγγλικά. Έκλαιγε καμιά φορά όταν ο πατέρας της αργούσε να έρθει να την πάρει από το σχολείο. Φυσικά και αγνοούσε ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Τι κοινό, τι σχέση άλλωστε θα μπορούσε να έχει ένας φοιτητής από τη Θεσσαλονίκη με μια κοπέλα που ακόμα πήγαινε σχολείο; Προφανώς και δε θα μπορούσε να υπάρξει καμία σύνδεση ανάμεσά τους. Ακόμη τουλάχιστον. Αλλά στην συγκεκριμένη στιγμή καμία. Στην καλύτερη περίπτωση θα βάζανε τον φοιτητή στη φυλακή! Πόσες φορές όμως δεν ευχήθηκαν  να διασταυρώνονταν οι δρόμοι τους, έτσι στιγμιαία, να αντάλλαζαν ένα βλέμμα όπως αυτά που ανταλλάζουν οι άγνωστοι περαστικοί μεταξύ τους όταν περπατάνε σε ένα πεζοδρόμιο. Όταν διασχίζουν τη διάβαση ενός δρόμου. Αυτός μακρυμάλλης φοιτητής με το τσιγάρο στο στόμα κι αυτή κορίτσι, κρατώντας σφιχτά το χέρι του πατέρα της!

Κάποια στιγμή, εκεί γύρω στα μισά της φοιτητικής ζωής, μπήκε στη ζωή του Δημήτρη ο Σπύρος. Το πρόσωπο που έμελλε να γίνει ο καταλύτης της ροής των πραγμάτων. Ο άνθρωπος που άθελά του, επρόκειτο να γίνει αυτός που θα συνέδεε όλα τα κομμάτια της ιστορίας που μέχρι τώρα μοιάζουν και είναι τελείως αταίριαστα μεταξύ τους. Ο Σπύρος λοιπόν, ήταν ένας καλός φίλος του Μάνου. Για την ώρα. Γιατί αργότερα θα γινόταν ένα ομολογουμένως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της Σοφίας και κατ’ επέκταση του Δημήτρη. Γνωρίστηκαν κάποιο απόγευμα στο σπίτι του Μάνου. Δε θα έλεγε κανείς ότι ήταν καμιά αξιόλογη γνωριμία. Τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο ο Δημήτρης για τον Σπύρο. Ούτε ο Δημήτρης έδειχνε να κολλάει με το Σπύρο. Καλό παιδί, η γνώμη του ενός για τον άλλο, αλλά μέχρι εκεί. Το μόνο στοιχείο που τους ένωνε ήταν η κοινή τους φιλία με το Μάνο. Φίλους δεν θα τους έλεγες ποτέ. Απλοί γνωστοί. Καλοί γνωστοί. Αλλά σκέτο γνωστοί.

Κι όμως. Ο καλός αυτός γνωστός του Δημήτρη και ο πολύ μετέπειτα καλός φίλος της Σοφίας, με όλες τις διακυμάνσεις που έπρεπε να περάσουν μέχρι να γνωριστούν και να συνδεθούν, ήταν αυτός που το κάρμα του είχε αναθέσει να φέρει εις πέρας την αποστολή της γνωριμίας και της σύνδεσής τους. Μιας γνωριμίας που επρόκειτο να περάσει από σαράντα κύματα μέχρι να στεριώσει. Γιατί ο Δημήτρης και η Σοφία, η Σοφία και ο Δημήτρης ήταν γραφτό τους να γνωριστούν. Μέχρι να καταλήξει εκεί που ήτανε να καταλήξει. Ή μήπως όχι;

 

To be continued…

 

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου