Χτύπησε το ξυπνητήρι κι η Αθηνά σηκώθηκε απότομα με πονοκέφαλο. Έκανε στα γρήγορα έναν καφέ κι άρχισε να ετοιμάζεται. Σήμερα θα έπαιρνε τηλέφωνο τη Σοφία, να βγούνε να τα πούνε. Ένα τσίμπημα στο στήθος την έκανε να αναρωτηθεί, ποια θα μπορούσε να ήταν η έκβαση της συνάντησης.

Τι θα της έλεγε δηλαδή; Ποια λόγια θα χρησιμοποιούσε για να λιγοστέψει τον πόνο; Υπάρχουν άραγε; Μα πώς να υπάρχουν κατάλληλα λόγια για να δικαιολογήσει το λάθος της. Ήξερε ότι έφταιγε που άφησε τη φίλη της γι’ αυτόν που τόσο ερωτεύτηκε. Δεν έπρεπε να την ακυρώσει έτσι και να μαλώσει μαζί της, για έναν απλό άντρα. Για κανέναν βασικά. Ιερός δεσμός η φιλία. Κι η Αθηνά, τον έκαψε στο βωμό του έρωτα, χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες.

Το παρελθόν, όμως, παραμένει παρελθόν και δεν μπορεί να αλλάξει. Μάζεψε τις δυνάμεις της κι έγραψε το μήνυμα.

«Καλημέρα Σοφάκι. Τι λες για τις 2 το μεσημέρι στο κέντρο;»

Παραδόθηκε, έγραψε η οθόνη και πήγε να φτιάξει έναν ακόμα καφέ για να ξεχαστεί.

«Εννοείται, θα είμαι εκεί. Σε περιμένω.»

Χάρηκε πολύ. Το μόνο που ευχόταν τώρα είναι να έχει ξεχάσει η Σοφία.

Η ώρα είχε πάει 2.05 κι εμφανίστηκε η Σοφία. Αγκαλιάστηκαν και ξεκίνησαν για μια μικρή καφετέρια, έτσι ώστε να μιλήσουν ήσυχα.

Η Σοφία, πανέμορφη για ακόμα μία φορά, την έκανε να νιώθει -παραδόξως- πολύ άνετα. Το χαμόγελό της ζεστό και τρυφερή όπως πάντα, τη ρωτούσε πώς περνούσε αυτά τα χρόνια κι ήθελε να τα μάθει όλα με λεπτομέρειες. Ενθουσιώδης και καπάτσα, πάντα έπαιρνε αυτό που ήθελε, με το δικό της τρόπο βέβαια, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Αυτό όμως που πάντα έκανε στην Αθηνά εντύπωση, είναι ότι τα μάτια της έσταζαν πάντα καλοσύνη. Μπορεί η ζωή να της φέρθηκε σκληρά, αυτή πάντα όμως στεκόταν στα πόδια της και περίμενε να αντιμετωπίσει την κάθε δυσκολία.

Κάποια στιγμή, στέρεψαν οι απορίες της Σοφίας και κατάλαβαν κι οι δύο πως ήρθε η ώρα. Η Αθηνά, πήρε την απόφαση να ξεκινήσει αυτή.

-Σοφία, θέλω να σου εξηγήσω κάποια πράγματα. Θέλω να τα βγάλω από μέσα μου γιατί με βαραίνουν.

-Αθηνά μου, περίμενε -της είπε χαμογελαστά και της φάνηκε τόσο περίεργο. Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρώτα πρέπει να σου πω εγώ, πριν συνεχίσεις. Θέλω να σου ζητήσω μια μεγάλη συγγνώμη.

-Συγγνώμη εσύ; Γιατί;

-Γιατί υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν ξέρεις. Πρέπει να παραδεχτώ πως είχες δίκιο σε πολλά. Ερωτεύτηκα και σε κατάλαβα. Κατάλαβα πώς ένιωθες. Κατάλαβα γιατί έκανες ό, τι έκανες και κουβαλούσα μέσα μου πολλές τύψεις που σου είχα φερθεί έτσι εκείνο τον καιρό. Ομολογώ πως ζήλευα, ήμουν εγωίστρια κι εθελοτυφλούσα. Πίστευα πως εμείς οι δύο θα είμαστε μαζί για πάντα. Και θύμωσα πολύ που πρόδωσες το όνειρό μας. Αλλά μετά ερωτεύτηκα και κατάλαβα. Ξέρεις, αυτό το συναίσθημα που σε κατακλύζει, σε κυριεύει. Όλο το κορμί σου καίγεται και πονάει. Γλυκός όμως ο πόνος. Μόνο στη σκέψη του. Το μυαλό σου δε σε αφήνει να σκεφτείς κάτι διαφορετικό. Κι αν το σκεφτείς, το σκέφτεσαι μαζί του. Οπότε συγγνώμη που δεν ήμουν εκεί, να το ζήσουμε κι αυτό μαζί. Και συγγνώμη που δεν ήσουν κι εσύ εκεί μαζί μου, να μοιραστούμε τα όμορφα συναισθήματα.

Η Αθηνά μπερδεύτηκε. Όλα τα δεδομένα της άλλαξαν. Μία γαλήνη κυρίευσε το κορμί της κι ηρέμησε η ψυχή της. Ήλπιζε να έχει ξεχάσει, σε καμία περίπτωση όμως δεν πίστευε πως θα μπορούσε να τη νιώσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα να καθαρίσει το μυαλό της και σκέφτηκε πόσα είχαν χάσει η μία απ’ την άλλη. Αλλά η ζωή, παίζει περίεργα παιχνίδια. Και καμιά φορά, μπορεί όλα να φαίνονται καλά, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβεται από πίσω.

-Πες τα μου όλα. Της είπε η Αθηνά, με αγωνία.

Η Σοφία, μετά τον μεγάλο καβγά με την κολλητή της, εξαφανίστηκε. Κλείστηκε στον εαυτό της και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε γίνει. Της είχε γκρεμιστεί ολόκληρος ο κόσμος της. Έχασε τον σύμμαχό της, την αδερφή της, το μόνο άνθρωπο που την καταλάβαινε.

Η οικογένειά της, ήταν πολύ οπισθοδρομική και δεν την άφηναν να κάνει τίποτα. Η γυναίκα, έλεγαν, είναι γεννημένη για το σπίτι, δεν πρέπει να κάνει άλλη δουλειά. Με την Αθηνά όμως έκαναν όνειρα. Πολλά και με πολλές αποχρώσεις. Ήθελαν κάποια στιγμή να ανοίξουν το δικό τους μαγαζί και να αποδείξουν σε όλους πως μαζί μπορούσαν να φτάσουν πολύ ψηλά.

Και ξαφνικά, αυτή η φίλη της, την παράτησε για έναν άντρα στη μέση των σπουδών τους. Για έναν άγνωστο που ήξερε μόνο μερικές εβδομάδες. Δεν τον είχε δει ποτέ, αλλά ήξερε πως είναι εχθρός της. Μόνο και μόνο που έκανε την Αθηνά να φύγει απ’ την Αθήνα για να τον ακολουθήσει στην Ιταλία και να παρατήσει τις σπουδές τους, τον μισούσε. Και τώρα η Σοφία ήταν μόνη της σε μια ξένη πόλη.

Πέρασαν όμως τα χρόνια και η Σοφία συνήλθε, μεγάλωσε κι άλλαξε ζωή. Πήρε το πτυχίο της, έκανε γνωριμίες και δούλευε κανονικά σε μία μεγάλη εταιρία. Ταξίδευε σ’ όλο τον κόσμο. Είχε καταφέρει να της βγάζουν όλοι το καπέλο και να γίνει ο άνθρωπος που από παιδί ονειρευόταν. Μόνη της.

Κάποια στιγμή, ταξίδεψε στο Λονδίνο κι εκεί η τύχη της φύλασσε πολλές εκπλήξεις. Εκεί λοιπόν, γνώρισε τον έρωτα της ζωής της. Τρελάθηκε, της πήρε κατευθείαν το μυαλό και την καρδιά. Ψηλός, μελαχρινός με κάτι μαύρα μάτια, που δύσκολα ξεχνιούνται. Γρήγορα-γρήγορα αρραβωνιάστηκαν και γύρισαν μαζί στην Αθήνα. Έστησαν το σπιτικό τους κι η Σοφία ήταν πιο χαρούμενη από ποτέ.

Δύσκολος χαρακτήρας, η αλήθεια είναι. Εγωιστής και πολύ αλλαζονικός. Πεισματάρης και ξεροκέφαλος, τα ήθελε όλα δικά του. Ισχυρογνώμων κι υπερόπτης. Γυρνούσε πάντα τη συζήτηση στο μέρος του και έπαιρνε ό,τι ήθελε. Πολλές φορές ήταν απότομος και καμιά φορά τα νεύρα του, τον έκαναν να χάνει τον έλεγχο. Η Σοφία όμως, τον δικαιολογούσε πάντα. Ήταν ερωτευμένη. Αυτό το χάος που την κατέστρεφε, την έκανε να τον ερωτεύεται ακόμα πιο πολύ, μ’ όλη της την καρδιά.

Μέχρι που μια μέρα, καθώς γυρνούσε από ένα ταξίδι, γεμάτη χαρά να αγκαλιάσει τον αρραβωνιαστικό της, τον είδε με άλλη. Να κοιμάται με μία άλλη γυναίκα στο κρεβάτι τους. Εκεί που έκαναν όλα τα όνειρα μαζί. Κι εκεί ακριβώς, τελείωσαν και τα πάντα μέσα της. Έφυγε απ’ την Αθήνα. Εξαφανίστηκε περίπου για ένα μήνα. Και γύρισε πίσω πιο δυνατή από ποτέ.

Η Αθηνά σαν άκουσε την ιστορία της, ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Δεν το περίμενε όλο αυτό και δεν ήξερε τι να της πει.

-Σοφία…

-Αθηνά μου μην αγχώνεσαι, είμαι καλά και τα έχω ξεπεράσει όλα. Σειρά σου τώρα.

Συντάκτης: Στέλλα Σεπέρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη