Πέρασαν δύο μήνες, απ’ την ημέρα που ο Γιάννης είπε στην Υπομονή ότι θα την επισκέπτεται «πιο συχνά». Η υπόσχεσή του, φυσικά, δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά αντιθέτως, επικύρωσε την αναξιοπιστία που τη συνόδευε απ’ την ώρα που ξεστομίστηκε.

Η Υπομονή και τις εξήντα ημέρες που τον περίμενε, δεν μπορούσε να μην ελπίζει πως, ίσως, τα πράγματα όντως θα άλλαζαν κι ο Γιάννης θα την επισκεπτόταν και πάλι συχνότερα. Ωστόσο, δεν υπολόγιζε και πολύ στις ελπίδες της, καθώς μια ενδότερη κι ακλόνητη βεβαιότητα την προσγείωνε στην αλήθεια και της έδειχνε πως τίποτα δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τώρα πια.

Όμως, εξακολουθούσε να περιμένει κάθε μέρα τον Γιάννη. Πηγαινοερχόταν νευρικά μέσα στο δωμάτιο και προσπαθούσε να ξανακολλήσει στους τοίχους, τα κομμάτια σοβάδων, που έπεφταν απροκάλυπτα πια στα πατώματα. Πόσες φορές η Υπομονή δεν κοίταξε μ’ απορία τους τοίχους, βλέποντάς τους να ακολουθούν την αποσύνθεση της καρδιάς της και να ραγίζουν κι αυτοί, κάθε φορά που ένα καινούριο πλήγμα τη συντάραζε ανεπανόρθωτα.

Και να που τώρα, όπως η καρδιά της έχασε ανεπίστρεπτα τα κομμάτια της μέσα στα πέντε χρόνια που περίμενε τον Γιάννη, έτσι κι οι τοίχοι, έχαναν σιγά-σιγά τα δικά τους κομμάτια και το δωμάτιο ήταν γεμάτο αποπνικτικά πια, με σπασμένα κομμάτια.

Στο μυαλό της Υπομονής κλωθογύριζε, αδιάκοπα, η τελευταία επίσκεψη του Γιάννη. Πόσο ντρεπόταν που έπεσε στα πόδια του για να αποτρέψει το φευγιό του! Και τι απαίσια ήταν τ’ απαξιωτικά βλέμματα που της έριχνε!

Ωστόσο, «Μπορείς ν’ αλλάξεις τα πράγματα», ψιθύριζε στον εαυτό της, μέχρι που πείστηκε, πως έπρεπε ν’ αλλάξει στάση απέναντί του για να τον κερδίσει ξανά. Θα σταματούσε τα παράπονα και θα επανακτούσε την αξιοπρέπειά της. Ξεκίνησε, λοιπόν, να επιδίδεται σε καινούργιες προσδοκίες, άρχισε να τρώει ξανά κι ανυπομονούσε να δει τον Γιάννη, για να του δείξει την αλλαγή που του επιφύλασσε.

Κι ενώ, τ’ αδυνατισμένα μάγουλά της σιγά-σιγά έθρεφαν ξανά, ωστόσο η εικόνα της εξακολουθούσε να δείχνει απελπιστική και τα κομμάτια των τοίχων δεν μπορούσαν, τόσο απλά, να επιστρέψουν στη θέση τους και να κολλήσουν πάλι.

Την εξηκοστή ημέρα, λοιπόν, ο Γιάννης ανέβαινε με ανεπιτήδευτη νωθρότητα τις σκάλες. Μ’ ένα αναστεναγμό, που φανέρωνε τη διάθεση που είχε να ξεμπερδεύει γρήγορα με την Υπομονή, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο.

Η Υπομονή καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, είχε στα πόδια της ένα δίσκο κι έτρωγε με αργό ρυθμό τα μπισκότα της. Μόλις άκουσε τον Γιάννη αναπήδησε, άφησε το δίσκο πάνω στο κρεβάτι κι έτρεξε να τον αγκαλιάσει, όπως έκανε τον πρώτο καιρό που τον έβλεπε. Ανέβηκε πάνω του, κλείστηκε στην αγκαλιά του και βγήκε απ’ αυτήν για να τον κοιτάξει κατάματα και να του ανακοινώσει την απόφαση που πήρε, ν’ αλλάξει.

Ωστόσο, μόλις τον κοίταξε ο ενθουσιασμός της εξατμίστηκε κι οι νέες προσδοκίες της έγιναν επίσης ατμός και χάθηκαν για πάντα. Η καρδιά της έπεσε στο πάτωμα, αλλά ο ήχος των νέων σοβάδων που ξεκολλούσαν εκείνη την ώρα κάλυψαν το γδούπο της.

Μέχρι τώρα ο Γιάννης φαινόταν να λυπάται κυρίως την Υπομονή, όμως εκείνη την ημέρα το κοίταγμά του φανέρωνε σταθερή κι ανυποχώρητη απέχθεια. Του έκανε κόπο που βρισκόταν κοντά της, αισθανόταν αποστροφή για το χαλασμένο δωμάτιο και για την ίδια κι ο τρόπος που περιέφερε το βλέμμα του, απ’ την Υπομονή στο δωμάτιο κι απ’ το δωμάτιο στην Υπομονή, έδειχνε ότι δεν ήξερε τι τον απωθούσε περισσότερο.

Η Υπομονή, όπως ήταν φυσικό, αντιλήφθηκε τα αισθήματά του και πήρε μια βαθιά αναπνοή μόλις ο Γιάννης της είπε ότι «Πρέπει να μιλήσουμε».

Κατάλαβε ότι τα πόδια της δε θα την κρατούσαν για πολύ ακόμη κι έτσι κάθισε στο κρεβάτι και τον κάλεσε να πάει δίπλα της, μ’ ένα δειλό νεύμα. Ο Γιάννης, όμως, χωρίς να κάνει ούτε ένα βήμα προς το μέρος της, άνοιξε αδίστακτα το στόμα του, για να εξαπολύσει την πρόταση που θα έδινε το προτελευταίο χτύπημα στην Υπομονή.

«Δε θα ξανάρθω στο δωμάτιο», της είπε κι ήταν ολοφάνερο πως θα του έκανε μεγάλο κόπο αν θα έπρεπε να πει έστω και μια λέξη παραπάνω, για να εξηγήσει την απόφαση που πήρε.

Και πόση ήταν η κατάπληξή του όταν η Υπομονή δέχθηκε αγόγγυστα τον χωρισμό τους. «Όπως θέλεις», του απάντησε κι ήταν, όμως, σαν να ήταν κάτω απ’ την επίδραση ηρεμιστικών χαπιών.

Ο Γιάννης βιάστηκε να επωφεληθεί από την αντίδρασή της και δεν ευαρεστήθηκε ούτε να κρύψει την ευχαρίστησή του απ’ την απρόβλεπτη και χωρίς επεισόδια αποδέσμευσή του, απ’ την Υπομονή. Της χαμογέλασε εγκάρδια, λοιπόν, τη φίλησε σταυρωτά και βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο, σαν να φοβόταν πως η ανέλπιστα θετική έκβαση των πραγμάτων μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί κι ίσως η Υπομονή να ξεσπούσε από λεπτό σε λεπτό.

Όταν βγήκε απ’ το δωμάτιο κι η Υπομονή έπαψε ν’ ακούει τα βήματά του να κατεβαίνουν δύο-δύο τα σκαλιά, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, άρπαξε μηχανικά το πανωφόρι της, που κρεμόταν ανέγγιχτο μέσα στο δωμάτιο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω για πρώτη φορά, μετά απ’ τα πέντε χρόνια που ήταν κλεισμένη εκεί μέσα.

Βγήκε στο δρόμο κι έστρεψε ερευνητικά το κεφάλι της προς όλες τις μεριές, μέχρι που είδε τον Γιάννη, να προχωρά διακόσια μέτρα μακριά της. Συντόνισε αμέσως το βήμα της στην κατεύθυνσή του και τον ακολούθησε.

Ενώ προχωρούσε της έκανε εντύπωση η αντανάκλαση μιας γυναίκας στο τζάμι. Φαινόταν τόσο απελπιστική η κατάστασή της, που δεν μπορούσε να μην πιαστεί η καρδιά της και γι’ αυτήν. Φυσικά, δεν πέρασε καν απ’ το μυαλό της πως η καταβεβλημένη γυναίκα που έβλεπε ήταν η ίδια η Υπομονή.

Συνέχιζε, όμως, ν’ ακολουθεί τον Γιάννη κι οι χτύποι της καρδιάς της γίνονταν ολοένα κι εντονότεροι, λες κι ήθελαν να την προετοιμάσουν για την εικόνα που θα έβλεπε και για το τελειωτικό πλήγμα που θα δεχόταν.

Οι χτύποι της καρδιάς της κορυφώθηκαν, λοιπόν, όταν μερικά στενά πιο κάτω, ο Γιάννης επιβράδυνε το βήμα του για να πιάσει μια άλλη γυναίκα απ’ τη μέση και να προχωρήσει γελώντας μαζί της.

Η Υπομονή καρφώθηκε ακίνητη στο δρόμο, έβλεπε την εικόνα που περίμενε να δει και παρ’ όλα αυτά, η καρδιά της συνταράχτηκε για τελευταία και πιο οδυνηρή φορά.

«Μαζί μου δε βγήκε ποτέ έξω απ’ το δωμάτιο», σκέφτηκε αποκαρδιωμένη και τότε ήταν σαν όλη η αλήθεια να ξεδιπλώθηκε για πρώτη φορά μπροστά στα μάτια της. Η ματαιότητα της απόφασής της να περιμένει τον Γιάννη για μια ζωή, κλεισμένη μέσα στο δωμάτιο, παρουσιάστηκε αδιαμφισβήτητη και τη διέλυσε.

Η Υπομονή κινούσε πια για εκεί απ’ όπου ξεκίνησε και βιαζόταν να πάει πίσω στο δωμάτιο. Ανέβηκε βιαστική τις σκάλες, μπήκε απ’ την πόρτα που ήταν ήδη ανοιχτή κι άνοιξε το μοναδικό παράθυρο του δωματίου.

Έβγαλε το ένα της πόδι έξω απ’ το παράθυρο, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, αλλά προτού προλάβει να πραγματοποιήσει την πρόθεσή της και να πηδήξει έξω απ’ αυτό, οι σοβάδες του δωματίου δεν μπορούσαν να κρατηθούν πια στη θέση τους. Τα κομμάτια των τοίχων, ξεκίνησαν ν’ αποκολλούνται και να πέφτουν στο πάτωμα και να καταπλακώνουν την Υπομονή.

Αφημένη στη μοίρα, που της επιφύλασσε η απόφασή της να μπει στο δωμάτιο και να περιμένει τον Γιάννη, κάθισε στο πάτωμα, σφιχταγκάλιασε τα γόνατά της, έχωσε το κεφάλι της μέσα σ’ αυτά και δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια ν’ απεγκλωβιστεί.

Κι οι τοίχοι σταμάτησαν να πέφτουν, όταν η καρδιά της Υπομονής έπαψε να χτυπά.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη