Περίμενε εκείνο το «κάτι». Εκείνο που θα τον έκανε ν’ αισθανθεί ότι πετάει. Εκείνη την αγάπη που θα μπορούσε να τον πεθαίνει κάθε βράδυ και να τον ανασταίνει κάθε πρωί. Εκείνο το διαφορετικό που θα του άλλαζε το μυαλό. Εκείνο που θα μπορούσε να του δίνει λόγους για να ζει.

Μ’ αυτές τις σκέψεις να γυρνάνε –ακόμα ένα πρωί– μέσα στο κεφάλι του, χαζεύει, με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι, το ταβάνι. Αδιαφορεί για το ξυπνητήρι που χτυπάει ασταμάτητα. Αδιαφορεί για τον τετράποδο μπελά του που τον κοιτάει μέσα στα μάτια, περιμένοντας μία κίνησή του.

Κάθεται γυμνός στο κρεβάτι και σκέφτεται ότι ένας ζεστός καφές είναι μάλλον η καλύτερη λύση για να επανέλθει στην πραγματικότητα. Με βήματα αργά και μία ουρά να κουνιέται δίπλα του, τραβάει τις κουρτίνες στο σαλόνι του, για να χαθεί στη θέα που απλωνόταν μπροστά του.

Να χαθεί σ’ εκείνον τον πύργο που φαινόταν απ’ το παράθυρό του –κάπου ανάμεσα σε σπίτια– και να πάρει μια μυρωδιά από ένα Παρίσι που δε θύμιζε πολλά απ’ τα τελευταία δώδεκα χρόνια που βρισκόταν εκεί. Κι αν ο Μάνος πίστεψε ότι θα έβαζε λίγο φως στον κόσμο του, ξεχάστηκε στη γλυκιά μελαγχολία της Πόλης του φωτός.

Ξεχάστηκε σε μια γουλιά καφέ αναμένοντας εκείνη τη μία αγκαλιά που θα τον έπαιρνε από πίσω, σαν «καλημέρα». Ξεχάστηκε σε εκείνες τις μορφές, με τα παπούτσια στο χέρι, που κλείνουν την πόρτα πίσω τους. Ξεχάστηκε γνέφοντας κάθε πρωί στον γείτονα, στο απέναντι παράθυρο. Ξεχάστηκε μέσα στο ακριβό αυτοκίνητό του και τα χρήματα που του χάριζαν βράδια γεμάτα εντάσεις και πάθος.

Και χάθηκε σ’ εκείνο το ατελείωτο τελείωμά του. Σ’ εκείνο το νερό που για ακόμη ένα πρωινό έπεφτε πάνω στο σώμα του. Σ’ εκείνον τον καθρέφτη που αντανακλούσε το λευκό πουκάμισό του και σ’ εκείνα τα παπούτσια που έδεναν τέλεια με το μαύρο κουστούμι του. Αλλά εκείνο το πρωινό, όσο κι αν έμοιαζε με όλα τα άλλα, ήταν διαφορετικό.

Μια γλυκιά ανατριχίλα άρχισε να τον διαπερνάει. Ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη του, ένιωσε να μπερδεύεται η καρδιά και το μυαλό του. Ξαφνικά ένα βάρος άρχισε να τον λυγίζει. Παγωνιά. Μια απόλυτη σιωπή και μια φωνή να ψιθυρίζει στ’ αφτί του. Γύρισε το βλέμμα κι απλά πίστεψε πως ό,τι πραγματικά αγαπάει τον στοιχειώνει…

«Άργησες, αλλά ήρθες» ψιθύρισε ο Μάνος και χαμήλωσε το βλέμμα.

«Ήρθα κι αναρωτιέμαι πόσο μεγάλωσες» του απάντησε.

«Προσπάθησα», νιώθοντας σαν μικρό παιδί.

«Τα κατάφερες;»

«Η αλήθεια είναι μπροστά σου και σε περίμενε. Θα μείνεις;» ρώτησε ο Μάνος.

«Όχι για πολύ. Κάπου εδώ τα πράγματα τελειώνουν. Το ξέρεις και το ξέρω».

«Άρα είναι το τελευταίο αντίο;»

«Είναι το τελευταίο φιλί» του απάντησε εκείνη.

«Δε με συγχώρεσες ποτέ που έφυγα;»

«Δεν είναι απλά ότι έφυγες. Είναι ότι ξέχασες».

«Θυμάσαι τι είχες πει;» απαντάει ο Μάνος. «Ότι θα σ’ αφήσω, όταν μ‘ αφήσεις. Ότι θα φύγω, όταν φύγεις. Πως ό,τι αγαπάς κάποια στιγμή το χάνεις ή σε χάνει. Ότι δεν είμαι μικρό παιδί. Έφυγα απ’ την αγκαλιά σου. Μου ζήτησες ν’ απολαύσω, τα μυστικά της ζωής και να βρω απαντήσεις. Είπες ότι δεν άνηκα εκεί».

«Δεν είναι καιρός για εξηγήσεις», του απάντησε. «Ο χρόνος μου είναι λίγος. Όρισε μία αρχή κι ένα τέλος. Γιατί η ζωή είναι ένας κύκλος. Ο δικός σου. Κάνε ένα βήμα μπροστά κι ας είναι το τελευταίο. Μη λυγίσεις, όμως, μ’ αυτά που θα συναντήσεις μπροστά σου. Απλώς να προσέχεις».

Κι έμεινε εκεί ο Μάνος, να χάνεται μέσα στην πλάνη του. Με την αίσθηση εκείνου του φιλιού στο λαιμό για αντίο, να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Γιατί η Αντιγόνη ήταν ο εφηβικός του έρωτας. Ήταν ένα παραμύθι που τον έβγαλε απ’ το καλούπι του παιδιού και τον έκανε άντρα.

Για χρόνια χανόταν στην εικόνα της, απ’ το παράθυρο του παιδικού δωματίου του, τα βράδια που έλυνε τα μαλλιά της και φορούσε το διάφανο νυχτικό της, τις κρυφές ματιές που έριχνε και το χαμόγελό της κάθε που αντιλαμβανόταν τον Μάνο να κρυφοκοιτάζει δειλά απ’ απέναντι. Κι όλα αυτό το παιχνίδι μέχρι τα δεκαοκτώ χρόνια του. Μέχρι την ημέρα των γενεθλίων του, σαν δώρο.

Εκείνη γύρω στα σαράντα, γοητευτική και πληθωρική, περίμενε έναν έρωτα που θα την έκλεβε, που θα την έβγαζε απ’ τη μελαγχολία της. Αυτό ήταν γι’ εκείνη ο Μάνος. Ένας έρωτας που ήρθε να της δώσει ζωή, αντλώντας κάθε νεανικό κύτταρό του.

Τα τρία χρόνια που ακολούθησαν ήτανε αρκετά για να του μάθει τα πάντα. Να του μάθει κάθε κρυφό σημείο στο σώμα μιας γυναίκας. Να του μάθει όλα εκείνα που θα μπορούσαν να του χαρίσουν στιγμές ηδονής κι έρωτα δίχως αύριο. Του έμαθε να μη δένεται, αλλά αντιθέτως να φεύγει.

Εν ολίγοις, του έμαθε να μην αγαπάει…

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη