Γνωρίζοντας πως κανείς συνάδελφος από αυτούς που ήδη γνώριζε δε βρίσκεται εκεί μέχρι αργά, αποφάσισε να πάει η ίδια από εκεί. Σε όλη τη διαδρομή, η σκέψη της ταξίδευε και το αίσθημα πως κάτι κακό του είχε συμβεί την κυρίευε όλο κι περισσότερο καθώς περνούσε η ώρα. Η απάντηση που πήρε καθώς έφτασε στον προορισμό της ήταν για εκείνη αναμενόμενη. Είχε φύγει αρκετές ώρες πριν, σύμφωνα με τα λεγόμενα της κοπέλας στη γραμματεία. Καθώς κατευθύνονταν προς το ταξί που την περίμενε, χτύπησε το τηλέφωνό της. Ένα τηλεφώνημα που επιτέλους θα έβαζε τέλος στην αγωνία της.

«Καλησπέρα σας, η δεσποινίς Μαρίνα Κ.;»

«Μάλιστα, η ίδια.»

«Καλώ για τον κύριο Α. Βρίσκεται στα επείγοντα του νοσοκομείου μας, είχε ένα ατύχημα και μεταφέρθηκε επειγόντως με ασθενοφόρο, σας καλέσαμε γιατί είστε η επαφή έκτακτης ανάγκης του.»

Οριακά πήγε να λιποθυμήσει.

«Σε ποιο νοσοκομείο βρίσκεται; Ωραία έρχομαι αμέσως.»

Τελικά, η προαίσθησή της βγήκε για ακόμη μια φορά έγκυρη. Πήγε σπίτι πανικόβλητη, πήρε ό, τι θεωρούσε απαραίτητο ενώ το ταξί την περίμενε από κάτω. Είχε περάσει μία ώρα από τη στιγμή που μιλήσανε. Τώρα βρισκόταν έξω από το θάλαμο των επειγόντων περιστατικών. Κοιτούσε δεξιά κι αριστερά από κάθε κρεβάτι που προσπερνούσε, κοιτώντας σαν χαμένη, γεμάτη αγωνία. Είδε ένα φορείο μπροστά της όπου τον μετέφερε. Αιμόφυρτος στο πρόσωπο, μην έχοντας τις αισθήσεις του. Οι γιατροί δεν την άφησαν να πλησιάσει. Έπρεπε να μεταφερθεί άμεσα για μια πολύωρη –όπως εξελίχθηκε– εγχείρηση.

Ήταν μόνη της. Σε μια αίθουσα αναμονής, περιτριγυρισμένη από άγνωστους ανθρώπους, νοσοκόμες και γιατρούς να πηγαινοέρχονται χωρίς κανείς να της έχει μιλήσει για το τι είχε συμβεί. Είχε έρθει η ώρα να ενημερώσει τους γονείς του, κάτι το οποίο ως τότε είχε τρενάρει καθώς περίμενε να έχει περισσότερες πληροφορίες στα χέρια της. Μετά από μισή ώρα ήταν ήδη εκεί, πλημμυρισμένοι απορία και φόβο. Δεν είχαν ενημέρωση για την κατάστασή του, ενώ βρισκόταν πέντε ώρες στο χειρουργείο. Αγανακτισμένος ο πατέρας του, σταμάτησε μία νοσοκόμα και της ζήτησε πληροφορίες. Δεν πήρε και πολλές απαντήσεις και το μυστήριο σχετικά με το πώς είχε καταλήξει εδώ ακόμη δεν είχε λυθεί από κανέναν.

Ύστερα από οκτώ ώρες χειρουργείου, μεταφέρθηκε σε θάλαμο ασθενών. Δεν επέτρεψαν σε κανέναν να τον δει. Όφειλαν να περιμένουν λίγες μόνο ακόμη ώρες, έως ότου συνέλθει και ξεκουραστεί. Οι γιατροί κάλεσαν την οικογένειά του για να δώσουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του. Όπως εκείνη πληροφορήθηκε αργότερα είχε ατύχημα με τη μηχανή του. Παρ’ ότι η ζημιά ήταν κατά κύριο λόγο στο κρανίο του, κατάφερε να ξεπεράσει τον κίνδυνο. Οι επόμενες 48 ώρες θα ήταν κρίσιμες, καθώς θα έδειχναν αν τυχόν αυτή η πρόσκρουση του άφηνε κάποιο πρόβλημα.

Ευτυχώς όμως, αυτή τη φορά η τύχη ήταν με το μέρος τους.

Τελικά, η ανάρρωση επήλθε και ύστερα από δέκα μέρες στο νοσοκομείο επέστρεψε και πάλι στο σπίτι τους. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα ήταν αναγκασμένος να απουσιάζει από τη δουλειά του. Εκείνη πάντα στο πλευρό του. Τον πρόσεχε περισσότερο κι από τον ίδιο της τον εαυτό. Ακόμη και τις ώρες που εκείνη απουσίαζε για τη δουλειά της, καλούσε κάποιον φίλο του ή τη μητέρα του στο σπίτι τους προκείμενου να έχει τη φροντίδα και τη βοήθεια κάποιου όταν χρειαστεί. Με τον καιρό γινόταν όλο και καλύτερα, ώσπου κάποια στιγμή η ζωή όλων επέστρεψε και πάλι σε κανονικούς ρυθμούς.

Κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, τα συναισθήματα που πλημμύρισαν την καρδιά και τον δύο ήταν αμέτρητα. Εκείνος κατάλαβε πως δίπλα του έχει έναν άνθρωπο πολύτιμο, διατεθειμένο να μείνει πλάι του ακόμη και στη πιο μεγάλη φουρτούνα της ζωής του. Εκείνη κατάλαβε πως μακριά του δεν μπορεί στιγμή γιατί για εκείνη είναι ο ένας και τρέμει στην ιδέα ότι κάποια μέρα θα τον χάσει. Τον αγαπάει, και την αγαπάει. Άνευ όρων.

Πορεύονταν παρέα. Είχαν κάνει όνειρα για ένα κοινό και παντοτινό μέλλον. Όμως, πολλές φορές εμείς κάνουμε όνειρα και ο θεός γελάει. Γιατί ξέρει τι έπειτα θα ακολουθήσει. Και οι δύο δούλευαν σκληρά. Πέρα από την προσωπική τους πορεία, ήθελαν να χαράξουν και μια εξαίσια καριέρα. Ειδικότερα εκείνη. Και η αλήθεια είναι, πως στο τέλος οι κόποι της άνθισαν. Μια πρόταση ερχόμενη από μια εταιρεία στην Αγγλία, ήρθε να ταράξει τις ήρεμες μέρες τους.

Εκείνος, ορκισμένος να μείνει να παλέψει στην πατρίδα του για τα θέλω και την επιτυχία του. Εκείνη έτοιμη να αρπάξει οποιαδήποτε ευκαιρία, ακόμη κι αν χρειαζόταν να απαρνηθεί τον τόπο της μετακομίζοντας και σε μία άλλη ήπειρο. Τσακωμοί, καβγάδες και βαριές κουβέντες έπεφταν καθημερινά πάνω στο τραπέζι. Η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορα κουραστική και για τους δύο.

Εκείνη έφυγε από το σπίτι, ζητώντας του να πάρουν για ένα διάστημα απόσταση και να σκεφτούν τι πραγματικά θέλουν. Περιθώρια δεν υπήρχαν πολλά, η εταιρεία που της έκανε την πρόταση περίμενε για μία καθοριστική απάντηση. Ύστερα από πέντε μέρες, της ζήτησε να βρεθούν προκειμένου να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση μεταξύ τους. Παρ’ όλο που η συζήτηση εξελίχθηκε με ηρεμία και διαλλακτικότητα, μέση λύση δε βρέθηκε. Κανείς από τους δύο δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει πίσω. Έτσι, αποφάσισαν να χωρίσουν και να πάρει ο κάθε ένας τον δρόμο του.

Μέχρι που φτάσανε μια μέρα πριν την αναχώρησή της για Λονδίνο. Είχε επιστρέψει για τελευταία φορά σπίτι τους προκειμένου να μαζέψει κάποια τελευταία πράγματα. Μπαίνοντας στο σπίτι αντίκρισε έτοιμες, στεκούμενες δίπλα από τον καναπέ και τις δικές του βαλίτσες. Για λίγο μέσα της πίστεψε πως είχε πάρει την απόφαση να φύγει μαζί της. Το κουδούνι χτύπησε, ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Ρωτούσε ποια ώρα είναι διαθέσιμοι να περάσει ώστε να δείξει το σπίτι στους νέους ένοικους. Τότε κατάλαβε. Έσβησε και η τελευταία της ελπίδα.

«Καλύτερα να μιλήσετε με τον Α., εγώ δε γνωρίζω πια και πολλά. Έχω ήδη φύγει από το σπίτι.»

«Εντάξει Μαρίνα μου, σ’ ευχαριστώ πολύ. Θα μιλήσω μαζί του. Καλό σου ταξίδι και σου εύχομαι ό, τι καλύτερο.»

«Ευχαριστώ», του αποκρίθηκε, έχοντας ένα πικραμένο χαμόγελο στα χείλη. Έκλεισε την πόρτα και ξέσπασε σε κλάματα. Ξαφνικά ένιωσε κάποιον να την αγκαλιάζει.

«Όλα καλά θα πάνε. Μην κλαις. Έλα. Μην κλαις.»

«Δεν είναι εύκολο…»

«Το ξέρω. Δεν το περνάς μόνη σου, ακόμα και σ’ αυτό μαζί είμαστε. Κοίταξέ με. Πήραμε μια απόφαση. Στάσου δυνατή και τρέξε να κυνηγήσεις ό, τι αγαπάς. Κάνε με περήφανο.»

«Θα ήθελα να ήσουν μαζί μου.»

«Ξέρεις την αδυναμία μου, καλύτερα από τον καθένα. Αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Θέλεις να μείνεις εδώ απόψε;»

«Αύριο το πρωί πετάω.»

«Θα σε πάω εγώ στο αεροδρόμιο.»

«Εντάξει. Θα μείνω.»

Πέρασαν το τελευταίο τους βράδυ, στο σπίτι τους, αγκαλιασμένοι. Μια σιωπή επικρατούσε, δεν τολμούσαν να πουν και πολλά. Απλά ένιωθαν. Το επόμενο πρωί εκείνη ξύπνησε πρώτη. Πήγε στη κουζίνα, έβαλε μία κούπα καφέ και στάθηκε να χαζεύει το χώρο με δάκρυα στα μάτια. Αναμνήσεις διαπέρασαν το μυαλό της. Αναμνήσεις μιας ζωής. Πήρε τα πράγματά της κι έφυγε μόνη της για το αεροδρόμιο.

Λίγο πριν αποβιβαστεί μια γνώριμη φωνή ακούστηκε να λέει το όνομά της. Ήταν εκεί. Μπροστά της. Έτρεξε πάνω του και τον πήρε αγκαλιά.

«Πρέπει να φύγω. Θα σε σκέφτομαι. Να μη με ξεχάσεις, να μου στέλνεις πού και πού.»

«Δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Κι εσύ να μου στέλνεις. Σ’ αγαπάω, πάντα.»

«Η πρόσκληση για να έρθεις θα είναι πάντα ανοιχτή. Κι εγώ σ’ αγαπάω. Πάντα.»

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Συνέχισαν να έχουν επαφές. Ο κάθε ένας προχώρησε τη ζωή του. Είχαν ξεχωριστεί θέση στην καρδιά τους ο ένας για τον άλλον. Τα χρόνια πέρασαν, έκαναν  τις οικογένειές τους με άλλους για συνοδοιπόρους. Η αγάπη τους όμως, δεν ξεθώριασε ποτέ. Οι δρόμοι τους είχαν πλέον χωρίσει, για πάντα.

 

Τhe end. 

Συντάκτης: Λαμπρινή Νταβέλη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου