Είχαν περάσει δύο μέρες χωρίς να έχει πάρει μία εξήγηση από τον Α. για το τι ακριβώς είχε συμβεί. Έτσι, αποφάσισε να πάει να τον βρει. Ήθελε να λύσει, επιτέλους, αυτό το μυστήριο. Θα πήγαινε από το στέκι του, εκεί όπου τον συνάντησε για πρώτη φορά. Τα μάτια της τον εντόπισαν ανάμεσα στο πλήθος, μόλις είχε εισβάλει στο μαγαζί. Καθόταν στο ίδιο σημείο, περιτριγυρισμένος από τους ίδιους ανθρώπους, χαμογελαστός και κεφάτος. Το βλέμμα του άλλαξε όψη όταν την είδε εκεί.

«Γιατί ήρθες;» είπε, με βλέμμα απόμακρο κι φανερά εκνευρισμένο.

«Γιατί εξαφανίστηκες;» του αποκρίθηκε.

«Ήρθες εδώ να ζητήσεις εξηγήσεις για τη δική μου συμπεριφορά; Αλήθεια;»

«Έχω κάνει κάτι; Γιατί δε μου μίλησες κι απλώς εξαφανίστηκες; Γιατί δεν ήσουν ξεκάθαρος μαζί μου; Προς τι αυτή η συμπεριφορά; Θέλω να ξέρω. Εξάλλου, γι’ αυτό ήρθα μέχρι εδώ.»

«Αφού θες εξηγήσεις, θα τις έχεις.»

Γύρισε το βλέμμα του στη παρέα του. Έκανε νεύμα ότι φεύγει, την άρπαξε από το χέρι και την οδήγησε έξω από το μαγαζί. Περπάτησαν για αρκετή ώρα, αμίλητοι και σκεπτικοί. Την πήγε σε ένα πάρκο. Καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι, της εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τον λόγο που δεν εμφανίστηκε εκείνη τη μέρα κι δεν επικοινώνησε στη συνέχεια μαζί της, αγνοώντας κάθε της προσπάθεια.

Εκείνη την ημέρα καθώς την είχε αφήσει, είχε ξεχάσει να της δώσει ένα μικρό δώρο που της είχε πάρει. Επέστρεψε ξανά, λοιπόν κι έγινε παρατηρητής της συζήτησης που είχε με τον Σ. Ήξερε, από τη δική τους κουβέντα νωρίτερα πως κάτι του είχε κρύψει για κάποιον. Οι υπόνοιές του επιβεβαιώθηκαν. Δεν ήθελε να είναι μία διέξοδος στα προβλήματά της, ένας τρόπος για να ξεπεράσει κάποιον άλλον. Ήθελε να είναι επιλογή. Επιλογή από έρωτα.

Προσπάθησε να του εξηγήσει, εκείνος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να ακούσει. Ένιωθε προδομένος, ήθελε να βάλει ένα τέλος σ’ αυτό που πήγε να ξεκινήσει μεταξύ τους. Την αγκάλιασε κι έφυγε, υποσχόμενος πως κάποια στιγμή θα τα πουν ξανά κι από κοντά σαν φίλοι.

Την επόμενη μέρα, συναντήθηκε με τον Σ. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, ήταν για ακόμα μια φορά η πρόφαση για να’ ρθει πάλι κοντά του. Δεν του άφησε περιθώριο απολογίας. Του εξήγησε τα συναισθήματά που έτρεφε τόσο για εκείνον, όσο και για τον Α. ξεκόβοντάς του κάθε ελπίδα. Είχε προχωρήσει και το ίδιο συμβούλεψε κι εκείνον να κάνει. Παρ’ όλο που της ζήτησε να μείνουν φίλοι, εκείνη το αρνήθηκε. Δεν μπορούσε να γίνει αυτό, όσο κι αν το ήθελε. Γιατί για εκείνον θα ήταν μία ακόμα ένδειξη πως ίσως τελικά καταφέρουν να είναι και πάλι μαζί.

Πέρασαν μήνες. Με τον Α. παρέμεναν φίλοι. Μιλούσαν αρκετά συχνά, χωρίς κοινές εξόδους. Ό, τι ένιωθε για εκείνον μέρα με τη μέρα φούντωνε. Ήταν τρελά ερωτευμένη, όμως έπρεπε να κρατηθεί. Αν του μιλούσε θα τον έχανε. Ήταν όμως αρκετά περίεργη να μάθει αν συμβαίνει κάτι καινούριο στη ζωή του. Ήθελε να φάει την κατραπακιά. Της εξομολογήθηκε πως ξεκίνησε μια σχέση. Ένιωθε χαρούμενος, περνούσε αρκετά καλά. Το πλήγμα μεγάλο για εκείνη. Ξαφνικά απομακρύνθηκε. Είχε πει πως έπρεπε να βάλει τέλος στα συναισθήματά της. Δεν έβγαινε πουθενά, έπρεπε να προχωρήσει.

Η συμπεριφορά της άλλαξε πολύ όταν τυχαία τον συνάντησε μαζί μ’ εκείνη. Αντικρίζοντάς τους, τα έχασε. Δεν ήξερε αν πρέπει να πάει να τους μιλήσει, ή να κάνει πως δεν τους είδε. Η κολλητή της τη συμβούλεψε πως έπρεπε να βάλει πίσω τον εγωισμό της και να πάει να τους χαιρετίσει. Έτσι κι έκανε. Καθώς τους πλησίασε, το βλέμμα του Α. κοκάλωσε. Εκείνη την κοίταξε με απορία. Δεν ήξερε ποια ήταν. Ήταν όντως, μια αρκετά ευχάριστη κοπέλα. Της χαμογέλασε και της φέρθηκε ζεστά. Ο Α. όσο κι αν προσπάθησε να πνίξει την αμηχανία του, δε τα κατάφερε. Και οι δύο ένιωθαν άβολα. Θεωρητικά, ήταν φίλοι. Τα βλέμματά τους, όμως μαρτυρούσαν άλλα. Πολλά και κρυφά.

Γυρνώντας σπίτι, ξέσπασε σε κλάματα. Δεν μπορούσε να ελέγξει αυτό που μέσα της ένιωθε. Η εικόνα του μαζί με την κοπέλα του, την πλήγωσε ακόμα περισσότερο. Ήταν πλέον σίγουρη πως τον έχει χάσει. Λίγες ώρες αργότερα, αναπάντεχα, είχε και πάλι μήνυμά του.

Αυτή τη φορά, δεν ήθελε να μάθει μόνο τα νέα της. Της ζήτησε να βρεθούν από κοντά. Ήθελε να μιλήσουν. Ήταν διστακτική απέναντί του. Είχε προχωρήσει, όμως ήθελε να βρεθεί και πάλι μαζί της. Εκείνη θεωρούσε πως δεν είχαν κάτι περισσότερο να που, όμως επέμεινε. Οι άμυνές της έπεσαν μόλις άκουσε πως χώρισε εκείνο το ίδιο βράδυ. Αποφάσισαν να βρεθούν κι ας ήταν αργά. Η αγωνία και η προσμονή την είχαν καταβάλει. Ένιωθε ακριβώς όπως στο πρώτο τους ραντεβού. Η μοίρα της επιφύλασσε για άλλη μία φορά, σημαντικές εξελίξεις.

 

Τo be continued… 

Συντάκτης: Λαμπρινή Νταβέλη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου