Διάβασε εδώ το Μέρος Γ’.

 

Η Ρόζα όπλισε κι έδωσε το όπλο στον Μάνο.

«Έλα, τι περιμένεις; Το έχεις κάνει τόσες φορές. Τι θα σε πειράξει ακόμα μία; Δεν έχεις τύψεις, έτσι δε λες;» του φώναξε.

«Ηρέμησε» είπε ο Μάνος, ο οποίος έδειχνε ατάραχος καθ’ όλη την ώρα που η Ρόζα είχε καρφωμένο το όπλο της στον κρόταφό του. Κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί της, κάτι είχε συμβεί σε αυτήν την κοπέλα. Είχε σκοτώσει τον θετό πατέρα της πριν χρόνια. Έχει πάρει αυτό το τρένο χιλιάδες φορές. Γιατί θυμήθηκε τώρα πόσο τον μισεί; Του θύμιζε ένα ανοιχτό βιβλίο∙ τόσο καθαρή, τόσο αυθεντική. Μπορούσε να διαβάσει στα μάτια της, τι ακριβώς νιώθει κάθε λεπτό. Την ήξερε μόνο λίγες ώρες, αλλά ένιωθε σαν να μη χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να την γνωρίσει αληθινά.

Η Ρόζα εξαντλημένη πια απ’ την ένταση, το κλάμα και τις αλήθειες, κάθισε δίπλα του παραδομένη. Έπεσε στην αγκαλιά του κι έκλεισε τα μάτια της, αρκετά απεγνωσμένη για να βρίσκεται εκεί τώρα, στα χέρια ενός ανθρώπου που τόσο είχε μισήσει.

«Ξέρω πως δε σε νοιάζει, ξέρω πως δεν έχεις καν αισθήματα και γι’ αυτό ακριβώς θα στο πω. Πρέπει να το βγάλω από μέσα μου. Δεν αντέχω άλλο.» είπε η Ρόζα, κοιτώντας τον Μάνο με μάτια δακρυσμένα κι απελπισμένα.

«Είμαι έγκυος. Μη με ρωτήσεις ποιος είναι ο πατέρας. Δε θέλω να ξέρω ούτε εγώ ούτε εκείνος. Έχω περάσει πολλά, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που αληθινά φοβάμαι. Σκότωσέ με. Δε θα σώσεις μία ζωή αλλά δύο».

Κι ο Μάνος έμεινε να την κοιτάει. Άπραγος, αμίλητος, ανίκανος να αρθρώσει μία συλλαβή. Τι να πει; Είχε δίκαιο. Δεν αισθανόταν. Έτσι έπρεπε να ‘ναι. Έτσι ήταν τόσα χρόνια. Τι να της πει; Ότι μέσα σε λίγες ώρες είχε καταφέρει να απορρίψει όλα όσα πίστευε για τον εαυτό του; Ότι προσπαθούσε μέσα του να βρει τρόπο να την βοηθήσει. Ότι ήθελε να την βοηθήσει. Αυτός δεν ήταν ικανός να βοηθήσει κανέναν. Κι εκείνη; Εκείνη γιατί να εμπιστευτεί έναν δολοφόνο;

Την κοίταξε. Την είχε πάρει ήδη ο ύπνος. Και τότε κατάλαβε τον φόβο της. Έτσι ακριβώς θα κοιτάει κι εκείνη το παιδί της. Σαν ένα πλάσμα αβοήθητο, που χρειάζεται αγάπη, φροντίδα και προστασία. Λέξεις άγνωστες στο λεξιλόγιο και των δύο, λέξεις που δεν τις έχουν νιώσει, ούτε καν ακούσει, απ’ τη στιγμή που γεννήθηκαν.

Το τρένο έκανε την προτελευταία στάση πριν τον τελικό προορισμό. Η Ρόζα άνοιξε τα μάτια της κι ο Μάνος έστρεψε απότομα το βλέμμα του στο παράθυρο, για να μην καταλάβει εκείνη ότι την κοιτούσε.

«Γιατί δεν το έκανες;» ρώτησε η Ρόζα.

«Το είπες και μόνη σου… Έχεις περάσει πολλά. Έχεις μάθει να πολεμάς, όχι να παραδίνεσαι. Έχω γνωρίσει πολλών ειδών ανθρώπους, κι εσύ είσαι ένα είδος σπάνιο. Κι ως σπάνιο είδος είσαι και προστατευόμενο. Δεν πρόκειται να κάνω αυτό που μου ζητάς. Ούτε εσύ θα το κάνεις» απάντησε εκείνος, απορημένος ακόμα που αυτές οι λέξεις βγαίνουν απ’ το δικό του στόμα.

Έτσι, η τελευταία διαδρομή βρήκε και τους δύο αμίλητους, χαμένους σε έναν δικό τους κόσμο που τόσο είχε επηρεαστεί απ’ τον συνεπιβάτη τους. Όλα μέσα τους πια ήταν τόσο διαφορετικά, άλλαξαν τόσο απότομα μέσα σε λίγες ώρες. Άκουσαν αλήθειες, ένιωσαν, φοβήθηκαν, έμαθαν. Και τώρα πια στεκόταν κι οι δύο άοπλοι, νικημένοι. Ένιωθαν έναν φόβο απροσδιόριστο, έναν φόβο για όλα αυτά που ήθελαν να πουν, να κάνουν, να ‘ναι και που πίστευαν ότι δε θα καταφέρουν ποτέ.

Η Ρόζα σηκώθηκε απ’ την αγκαλιά του Μάνου και τον κοίταξε.

«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε, καταστρέφοντας για ακόμα μία φορά τη βολική σιωπή τους.

«Τι σημασία έχει τι σκέφτομαι, αν δεν μπορώ να το κάνω;» είπε εκείνος, καθώς δεν μπορούσε να της κρύψει την αλήθεια.

Η Ρόζα δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ο Μάνος μόλις συνειδητοποίησε τι είπε, έκανε ακριβώς αυτό που σκεφτόταν. Έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος της και την φίλησε. Την φίλησε γιατί ήθελε να της δείξει ότι νοιαζόταν, ότι λυπόταν, ότι αισθανόταν, ήθελε να της πει ότι μπορούσε να την βοηθήσει, να την προστατέψει, κι επειδή ήταν πολύ δειλός για να της το πει, τουλάχιστον όφειλε να της το δείξει. Έστω για τώρα, για λίγα λεπτά.

Ήταν άνθρωποι ίδιοι, το ήξεραν κι οι δύο. Στις ιστορίες τους δεν υπήρχαν ρομαντισμοί κι έρωτας, ήταν πολυτέλεια γι’ αυτούς, αν όχι αδυναμία. Έτσι, αρκέστηκαν στη στιγμή, το φιλί τους βάθυνε, δεν ήθελαν τα χείλη τους να χωρίσουν, όχι ακόμα. Μετά το τέλος αυτού του δρομολογίου, τους περίμεναν φουρτούνες και μία σκληρή πραγματικότητα, που τους ήθελε χώρια. Άξιζαν αυτή τη στιγμή, αυτή την ήρεμη θάλασσα πριν απ’ την τρικυμία. Όσο κι αν οι υπόλοιποι τους αντιμετώπιζαν σαν αγρίμια παρά ως ανθρώπους, είχαν κι εκείνοι το δικαίωμα μία φορά να αισθανθούν δίχως τύψεις.

Το τρένο άρχισε να επιβραδύνει κι οι επιβάτες άρχισαν να παίρνουν τα πράγματά τους έτοιμοι να αποβιβαστούν. Οι ήρωές μας προσπάθησαν να πάρουν κι εκείνοι κάτι απ’ τη στιγμή, μα ήξεραν πως αύριο δε θα υπήρχε παρά μία ανάμνηση, που δεν ήταν ικανοί να κάνουν πραγματικότητα.

Βγαίνοντας απ’ το τρένο προσγειώθηκαν απότομα στην πραγματικότητα. Κοιτάχτηκαν μην ξέροντας τι έπρεπε να πουν ο ένας στον άλλον. Δεν είχαν ποτέ κάποιον δικό τους άνθρωπο, ώστε να ξέρουν το «αντίο» πώς προφέρεται και πώς βιώνεται.

«Τι θα κάνεις με το μωρό;» ρώτησε, τελικά, ο Μάνος.

«Δεν έχω πολλές επιλογές νομίζω. Ελπίζω ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ» απάντησε ψυχρά εκείνη.

«Να προσέχεις. Είσαι σπάνιο είδος, μικρή. Να το θυμάσαι» είπε ο Μάνος κι έκανε να φύγει.

«Κι εσύ…» ήταν το μόνο που ίσα που πρόλαβε να ακούσει από εκείνη.

Η ώρα ήταν έξι το ξημέρωμα, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα. Η Ρόζα βγήκε στον κεντρικό για να βρει ταξί για το κέντρο. Ένα ασημί κάμπριο αμάξι, σταμάτησε μπροστά της. Μέσα είχε δύο άντρες που την περιεργαζόταν από πάνω μέχρι κάτω.

«Μπες μέσα, κούκλα, θα σε πάμε εμείς» είπαν εκείνοι χασκογελώντας.

«Δεν ενδιαφέρομαι, λυπάμαι» απάντησε η Ρόζα, χαϊδεύοντας την κοιλιά της.

«Μπα, έχουμε κι άποψη; Εμάς ο Σάκης μας είπε να έρθουμε να σε πάρουμε. Κάναμε τόσο δρόμο βραδιάτικα. Θα μπεις και θα μπεις κι ένα τραγούδι» είπε ο οδηγός κι αμέσως ο άλλος άνοιξε την πόρτα για να την βάλει μέσα.

Ο Σάκης ήταν εκείνος που κανόνιζε τη δουλειά της. Του είχε πριν από βδομάδες ότι θέλει να σταματήσει και μπροστά της ήταν η απόδειξη ότι δεν την άκουσε. Ο άντρας την άρπαξε απ’ το μπράτσο κι άρχισε να την τραβάει προς το αμάξι.

Και τότε το είδε. Ένα όπλο να εμφανίζεται από πίσω την και να τον σημαδεύει.

«Νομίζω πως η κυρία είπε ότι δε θέλει να έρθει μαζί σου» είπε ο Μάνος με σταθερή κι ήσυχη φωνή.

Ο άλλος μόλις κατάλαβε ποιος είναι μπήκε γρήγορα στο αμάξι κι εξαφανίστηκε.

«Νόμιζα πως…» η Ρόζα δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της.

«Μη μιλάς. Αυτή η στιγμή δεν είναι για λόγια. Αν είσαι τόσο σπάνιο είδος, όσο πιστεύω, καλύτερα κάποιος να προσέχει μη μαραθείς. Από ό,τι κατάλαβα, το χρειάζεσαι» είπε ο Μάνος και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Αν δεν αισθανόταν, όπως πίστευε η Ρόζα για αυτόν, τότε ο φόβος δεν είχε καμία δουλειά μέσα του.

Συντάκτης: Βασιλεία Παπαδημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη