Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Μετά από κάμποσες βαθιές σκέψεις και τη συντροφιά του βιβλίου της, το πλοίο είχε φτάσει επιτέλους στο λιμάνι του Πειραιά. Έπιασε τη βαλίτσα της και κατευθύνθηκε βιαστικά προς την έξοδο, με την ελπίδα να δει αυτό το τόσο άγνωστο αλλά και ταυτόχρονα γνώριμο πρόσωπο που την είχε απασχολήσει.

Έκατσε στην έξοδο μέχρι το πλοίο να αδειάσει. Όσο, όμως, εκείνο άδειαζε άλλο τόσο άδειαζαν κι οι ελπίδες της. Αναρωτήθηκε πού χάθηκε, και σίγουρα δε θα ‘πρεπε να την νοιάζει, αλλά η παρέα του της πρόσφερε μια ιδιαίτερη ζεστασιά. Τζίφος όμως. Το πήρε απόφαση κι απλά χώθηκε στο πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της, πληκτρολογώντας στο κινητό της τον αριθμό της μητέρας της.

Ήταν μια τέλεια ευκαιρία να χαθεί για λίγο από ‘κείνη. Την αγαπούσε τη μητέρα της όσο τίποτα και κανέναν, αλλά δεν άντεχε τον μύθο της οικογενειακής της κατάρας. Ήταν πλέον μεγάλη μακριά απ’ τα πάντα και πιο έτοιμη από ποτέ να κάνει ό,τι αγαπάει.

Αρκέστηκε σε ένα μήνυμα κι έπιασε την κουβέντα με τον οδηγό του ταξί, απολαμβάνοντας το καλοκαιρινό αεράκι της Αθήνας απ’ το μισάνοιχτο παράθυρό της. Κι όταν οι φλυαρίες ησύχασαν, έπαιξαν στο μυαλό της οι λέξεις του άγνωστου συνεπιβάτη της. «Σαν γιασεμί μέσα στο χιόνι». Κι έτσι απότομα σαν να λαχτάρησε κι εκείνη τον χειμώνα. Κι ας μην του είχε ποτέ αδυναμία.

Το έχετε πάθει ποτέ αυτό; Να συνδέετε άτομα με εποχές; Μια απότομη βροχή να σας κάνει να θέλετε να χαθείτε στην αγκαλιά του άλλου. Μια ηλιόλουστη μέρα να σας κάνει να θέλετε να γευτείτε το άρωμά της. Γενικότερα το πρόβλημα ξεκινάει όταν συνδέουμε ανθρώπους με καταστάσεις, επειδή κάπως έτσι τους κάνουμε μόνιμους κατοίκους του μυαλού μας.

Κι ο καιρός περνούσε κι εκείνη μόλις έφτιαξε το σκουφάκι της, καθώς έβγαινε απ’ την πόρτα του σπιτιού της κολλητής της. Πόσο γρήγορα είχε εγκλιματιστεί. Πόσο γρήγορα είχε ταιριάξει με τόσο κόσμο. Χαμογέλασε ξέροντας πως απομακρύνεται απ’ το σπίτι ενός πλέον δικού της ανθρώπου. Έχωσε τα χέρια της στην τσέπη της και χάζεψε τον τρόπο με τον οποίο φωτιζόντουσαν τα στενάκια της Αθήνας απ’ τα ψηλά φώτα. Ο αέρας μύριζε καμένο ξύλο απ’ τα τζάκια που ήταν αναμμένα. Κι η Τζέι πήρε μια βαθιά ανάσα κι απόλαυσε μια τεράστια δόση από ‘κείνη τη χουχουλάρικη αίσθηση, κλείνοντας τα μάτια και κάνοντας μια νοητή στροφή. Κάπως έτσι έπεσε με δύναμη πάνω σε ένα σώμα, διακόπτοντας την πορεία του.

«Νομίζω πρέπει να προσέχεις παραπάνω» άκουσε να της λέει εκείνη η φωνή που τόσο θα ήθελε να ‘χε ξεχάσει, αλλά ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μέρα. «Σαν να μην άλλαξες καθόλου» τόνισε απολαμβάνοντας λίγο απ’ το τσιγάρο του. «Κι είχα δίκιο τελικά, αυτή η μυρωδιά σου σε συνδυασμό με το φθινόπωρο είναι μια αληθινή πανδαισία.»

Η Τζέι έμεινε ακίνητη, απλά να τον κοιτάει.

«Πολύ μικρή η Αθήνα, σωστά; Για να τρέχεις έτσι, μάλλον θα βιάζεσαι. Έλα, θα σε γυρίσω εγώ με το αμάξι μου.»

Όλοι έχουμε κάνει χαζομάρες μέσα στην αφέλεια και τον ενθουσιασμό μας. Έχουμε εμπιστευτεί έναν ξένο. Έχουμε πάρει εκδίκηση πληγώνοντας μονάχα τον εαυτό μας. Έχουμε πει πράγματα που δεν εννοούσαμε. Βλέπετε, εν βρασμώ ψυχής μπορούμε να κάνουμε πολλά. Κι ο έρωτας είναι το πιο δυνατό συναίσθημα που μπορεί κανείς να νιώσει. Έτσι, απλά, τον ακολούθησε.

«Μίλα μου για εσένα» είπε, καθώς ξεκλείδωνε το αμάξι του.

«Να σου πω τι ακριβώς; Σπουδάζω, μένω σε ένα διαμέρισμα με πολύ ωραίο μπαλκόνι, απολαμβάνω ιδιαίτερα το μαύρο τσάι, μου αρέσουν πολύ τα τζιν –κάθε είδους– κι έχω αδυναμία στα φιλιά στον λαιμό. Κοίτα πόσο καθαρό ουρανό έχει απόψε».

Ο νεαρός γέλασε χωρίς να της απαντήσει. «Εσύ;» συνέχισε, καθώς ο ίδιος έβαζε μπρος τη μηχανή κι είχε ξεκινήσει ήδη να οδηγάει χωρίς καν να την ρωτήσει για οδηγίες.

«Εγώ είμαι φωτογράφος, Τζέι, δε μιλάω, παρά μόνο μέσω των φωτογραφιών μου. Πες μου, πιστεύεις στην ύπαρξη του Θεού;»

«Παράξενη ερώτηση. Βλέπεις, ως επιστήμονας δεν αρνούμαι την ύπαρξη μιας υπερδύναμης πιο ισχυρής από εμάς. Μπορεί αυτή η υπερδύναμη να λέγεται θεός, μπορεί και μαθηματικά που δεν έχουμε αποκωδικοποιήσει. Το να προσπαθήσω να το ονοματίσω, υποδηλώνει απλά την αδυναμία μου. Και την ανάγκη μου για προστασία. Μου αρκεί η πίστη στην ύπαρξη αυτή. Ξέρεις με τι συσχετίζω αυτήν την ερώτηση; Πιστεύεις στον έρωτα;»

Γέλασε έντονα καθώς την κοίταξε στα κλεφτά απ’ τον καθρέφτη του οδηγού.

«Πολύ καλή ερώτηση. Όχι, είναι απλώς ενθουσιασμός, ο Τζόναθαν δεν έχει ερωτευτεί ποτέ.»

Και κάπως έτσι, χάθηκαν σε μια τεράστια βόλτα με το αμάξι μιλώντας για τα πάντα. Και κάπως έτσι, ξεκίνησαν να περνάνε κάθε βράδυ τους μαζί μιλώντας για τα πάντα. Μερικές φόρες άφηναν τις λέξεις τους να χτίσουν διαλόγους κι άλλες τις σάρκες τους να τα πουν όλα.

Το καυτό σώμα της Τζέι χόρευε πάνω σε αυτό του Τζόναθαν, καθώς του χαμογελούσε πονηρά κι ο ίδιος έχωνε το πρόσωπό του βαθιά στον λαιμό της. Για να τον φιλήσει αλλά κυρίως για να απολαύσει τη μυρωδιά του.

«Μυρίζεις έρωτα.»

«Νομίζω σε είχα προειδοποιήσει.»

«Τζέι, κάνε με να σε ερωτευτώ» ψιθύρισε.

Είναι μερικοί άνθρωποι με τάσεις αυτοκαταστροφής. Που μπορεί να έχουν την ευτυχία μπροστά τους κι απλά να μην την δέχονται. Να μην την αγγίζουν, γιατί δεν αφήνονται. Γιατί φοβούνται μην πληγωθούν. Φοβούνται πως δεν έχουν να δώσουν. Μόνο που μαζί με την ευτυχία τους, που δεν την δέχονται, έτσι εγωιστικά καταστρέφουν και την ευτυχία των άλλων. Επειδή είναι οι ίδιοι μέρος της ευτυχίας κάποιου. Κι αν μπλέξεις με έναν τέτοιο άνθρωπο –κουράγιο– δεν ξέρω αν πρέπει να τρέξεις ή να δώσεις όσο ποτέ ξανά.

Και δε θέλει πολύ για να ερωτευτούν δυο άνθρωποι. Ο έρωτας εύκολα έρχεται, απλά δύσκολα μένει. Κι η Τζέι άκουσε την επιθυμία του. Και τώρα πέρναγαν πολλά βράδια μαζί. Κι ας μη μίλαγε κανένας τους, ένιωθαν κι οι δυο. Και ταυτόχρονα πλησίαζε η πιο μαγική εποχή, τα Χριστούγεννα. Και λόγω της δουλειάς της, η Τζέι είχε αποφασίσει να μείνει εκεί. Στην Αθήνα. Στο άδειο ζεστό της σπίτι, με το τζάκι της. Και ποιος ξέρει, ίσως είχε και λίγη παρέα παραπάνω από αυτή της γάτας της.

Συντάκτης: Νταϊάνα Κραέτε
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη